ΑΣΦΑΛΕΙΑ, ΓΛΩΣΣΑ, ΔΙΑΦΟΡΑ, ΕΠΙΣΤΗΜΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

- Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ


Οι «σύγχρονοι» άνθρωποι (homo sapiens) για εκαντοτάδες χιλιάδες χρόνια ήταν κυνηγοί και νομάδες και ζούσαν αυτόνομα σε μετακινούμενες μικρές ομάδες, δηλαδή ότι χρειάζονταν το κατασκεύαζαν ή το κυνηγούσαν μόνοι τους.
Όταν έμαθαν να καλλιεργούν τη γη πριν αρκετές χιλιάδες χρόνια, άρχισαν να «δένονται» με την περιοχή που καλλιεργούσαν και έτσι δημιουργήθηκαν οι πρώτοι οικισμοί, κοντά σε περιοχές που προσέφεραν πλεονεκτήματα ασφάλειας, εύφορων εδαφών, εύκολων μεταφορών και υποφερτού κλίματος.

Στην αρχή, οι ανάγκες των κατοίκων της κάθε περιοχής που οργανώθηκαν σε οικισμό καλύπτονταν με κατ’ ευθείαν ανταλλακτικό εμπόριο, δηλ ανταλλάσοντας πράγματα και προϊόντα μεταξύ τους.
Όσο όμως οι οικισμοί μεγάλωναν, το ανταλλακτικό εμπόριο δεν ήταν πλέον πρακτικό, και ήδη κατά την ομηρική εποχή ήταν συνηθισμένο να μετράνε τις σημαντικές αξίες σε πολλαπλάσια ...βοδιών.

Τα "τούβλα" τσαγιού χρησιμοποιήθηκαν σαν μέσο συναλλαγής στην κεντρική Ασία, μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα!

Κάποτε λοιπόν (γύρω στο 700 πΧ), εκεί που ο αρχηγός ενός οικισμού κάπου στη σημερινή Μικρά Ασία έσπαγε το κεφάλι του να βρεί κάποια πρακτικότερη λύση στο θέμα αυτό, ένας χωρικός βρήκε στο χωράφι του ένα σβώλο από ένα κίτρινο λαμπερό και βαρύ υλικό.
Μη ξέροντας τι να το κάνει το πήγε στον αρχηγό του, και τότε αυτός είχε μια έμπνευση.
Κατάλαβε ότι το υλικό αυτό βρίσκονταν στη φύση καθαρό, δεν αλλοιωνόταν, ήταν πολύ σπάνιο, και ενώ δεν είχε πρακτική χρήση θα ήταν πολύ επιθυμητό για κατασκευή στολιδιών και ...ίσως και για κάτι ακόμα. 
 Έβαλε λοιπόν και το έκοψαν σε πολλά ίσα κομματάκια, και για να είναι περισσότερο σίγουρος κατασκεύασε και μια σφραγίδα με ένα σχέδιο δύσκολο να αντιγραφεί, και με αυτή σημάδεψε το κάθε κομματάκι που το ονόμασε νόμισμα, επειδή την αξία του τη δίνει ο νόμος.

Για να δώσουμε και μια αισιόδοξη νότα στην ιστορία μας, θα υποθέσουμε ότι σαν καλός άρχοντας μοίρασε ισόποσα σε όλους τους υπηκόους του (εννοείται μόνο στους άντρες) τα νομίσματα που κατασκεύασε, κρατώντας φυσικά για τον εαυτό του τη μερίδα του λέοντος (για να είναι η ιστορία μας και κάπως ρεαλιστική!).

Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι ένα υλικό έχει μεγάλη αξία όταν είναι είτε πολύ χρήσιμο είτε πολύ επιθυμητό, και ταυτόχρονα σπάνιο.
Και τι σημαίνει μεγάλη αξία?
Απλούστατα, ότι υπάρχουν πολλοί που θα ήθελαν να το έχουν, αλλά επειδή το υλικό είναι σπάνιο όπως είπαμε, απαιτεί πολύ εργασία για να παραχθεί, δηλ θα πρέπει να πληρωθούν πολλοί άνθρωποι, ή έστω λίγοι άνθρωποι για μεγάλο χρονικό διάστημα, και συχνά σε δύσκολες ή επικίνδυνες συνθήκες.

Για παράδειγμα, στους αρχαίους πολιτισμούς ο χαλκός πρώτα και ο σίδηρος μετά, που ήταν (τουλάχιστον στην αρχή) δυσεύρετα μέταλλα με δύσκολη διαδικασία για να παραχθούν, είχαν πραγματική αξία καθώς τα χρησιμοποιούσαν για όπλα, εργαλεία και σκεύη, είδη πολύ σημαντικά για την επιβίωση των ανθρώπων.
Ο χρυσός από την άλλη πλευρά, εκείνη την εποχή δεν είχε πρακτική χρησιμότητα, αλλά ήταν πολύ επιθυμητός επειδή η κατοχή του προσέδιδε κύρος στον ιδιοκτήτη του.
Αντίθετα, το ξύλο που ήταν υλικό εύκολο να βρεθεί παντού, δεν είχε ιδιαίτερη αξία παρά τη μεγάλη χρησιμότητά του στις κατασκευές.

Σήμερα, παράδειγμα υλικού που δεν έχει ουσιαστικά πρακτική αξία αλλά είναι πολύ επιθυμητό για τη λάμψη του, είναι τα καθαρά διαμάντια.
Έτσι λοιπόν το χρυσό ή αργυρό νόμισμα είχε αξία και από μόνο του, εφόσον το υλικό του είναι και πολύ επιθυμητό και σπάνιο.
Στην Ελλάδα ειδικότερα, το υλικό των πρώτων νομισμάτων ήταν ο πιο άφθονος άργυρος, και ένα από τα πρώτα ελληνικά αργυρά νομίσματα (αυτό της Αίγινας),  έχει τυπωμένη επάνω του μια θαλάσσια χελώνα.


Ενα από τα αρχαιότερα Ελληνικά νομίσματα, η Αιγηνίτικη θαλάσσια χελώνα.
Η ομοιότητα του σχεδίου στην πίσω όψη με το έμβλημα της σημερινής Alpha Bank, ΔΕΝ είναι σύμπτωση!

Ας επανέλθουμε όμως στον οικισμό μας, και ας θεωρήσουμε ότι είναι μια κλειστή οικονομία, δεν έχει δηλαδή σχέση με άλλους οικισμούς.
Εφόσον όλοι οι κάτοικοι ασχολούνται λίγο πολύ με το να παράγουν κάτι, είτε υλικό είτε υπηρεσίες, να είναι δηλαδή σιδεράδες, αγρότες, μαραγκοί, κτηνοτρόφοι, χτίστες, αλλά και δάσκαλοι, θεραπευτές, μάντεις, καλλιτέχνες κλπ, τα προϊόντα ή τις ικανότητες των οποίων κάποιοι άλλοι από τον οικισμό τις χρειάζονται ή τις επιθυμούν, όλα πάνε καλά.
Ακόμα και ο άρχοντας κάτι προσφέρει, ας πούμε βγάζει νόμους ή δικάζει.
Έτσι το σύστημα δουλεύει καλά.

Αλλά και αν κάποιοι παράγουν κάτι που είναι ιδιαίτερα χρήσιμο ή επιθυμητό και μαζέψουν περισσότερα νομίσματα από τους άλλους, εφόσον τα νομίσματα αυτά τα χρησιμοποιήσουν για να ζήσουν καλύτερα, δηλ να πληρώσουν υπηρέτες, να χτίσουν μεγαλύτερο σπίτι, να αγοράσουν περισσότερα τρόφιμα και κοσμήματα, τα νομίσματά τους θα τα πάρουν πάλι άνθρωποι της κοινότητας και θα είναι όλοι ευχαριστημένοι.
Φυσικά κάποιος μπορεί να ζητήσει υπερβολικά πολλά νομίσματα, επειδή θεωρεί ότι προσφέρει κάτι που μόνο αυτός μπορεί να το κάνει ή απλά επειδή είναι άπληστος, αλλά αργά ή γρήγορα κάποιος άλλος θα μάθει να το κάνει εξίσου καλά, και ο ανταγωνισμός θα περιορίσει την υπερβολική αύξηση των τιμών.

Αν όμως ο ίδιος είναι και τσιγκούνης και ενώ έχει κερδίσει πολλά νομίσματα αντί να τα χρησιμοποιήσει για να ζήσει καλύτερα τα κρύψει (οι Ελβετικές τράπεζες δεν είχαν ιδρυθεί ακόμα!), τότε αυτά τα νομίσματα θα λείψουν από την κοινότητα και η αγοραστική δυνατότητα των κατοίκων θα μειωθεί.
Το ίδιο θα συμβεί αν αυξηθεί ο αριθμός των κατοίκων, μια και σε μια κοινότητα που ευημερεί παρουσιάζεται φυσιολογικά αύξηση του πληθυσμού της.
Τότε, ο άρχοντας (ή κάποιος μακρινός του διάδοχος) για να συνεχίσουν να ζούν όλοι  καλά θαπρέπει ή να κόψει νέα νομίσματα (αν βρεί νέο χρυσό ή ασήμι, το να δώσει από τα δικά του μάλλον απίθανο), ή να βρεί άλλους οικισμούς στους οποίους οι υπήκοοί του θα πουλούν μερικά από τα προιόντα τους, παίρνοντας (με ειρηνικά μέσα) μέρος από το χρυσάφι των γειτόνων τους.

 Γιατί όπως φαντάζεστε υπάρχει και άλλος πιο γρήγορος τρόπος, που ήταν πολύ στη μόδα την εποχή εκείνη και ακόμα είναι, να κάνει δηλαδή ο άρχοντας πόλεμο εναντίον των γειτόνων του (όλο και κάποιος Πάρις ή Σαντάμ θα βρεθεί για αφορμή), με την προϋπόθεση φυσικά ότι θα τον κερδίσει!






 Ο περίφημος χρυσός Δαρεικός απεικονίζει έναν Πέρση τοξότη, και χρησιμοποιήθηκε συχνά από τους Πέρσες για τον έλεγχο της Ελληνικής πολιτικής.


Ας αλλάξουμε τώρα κλίμακα χώρου και χρόνου και αφού προσπεράσουμε μερικές χιλιάδες χρόνια, ας έλθουμε στη σημερινή εποχή.
Θα διαπιστώσουμε ότι λίγα πράγματα έχουν αλλάξει ουσιαστικά, οι οικισμοί τώρα λέγονται πλέον «χώρες» οι κάτοικοι των χωρών αυτών κάνουν εμπόριο (ή πόλεμο) μεταξύ τους, και σε κάθε χώρα υπάρχουν λίγοι πλούσιοι και πολλοί φτωχότεροι ανθρωποι.
Μία σημαντική διαφορά όμως είναι ότι τώρα πλέον οι άνθρωποι επικοινωνούν πολύ εύκολα μεταξύ τους, ενώ οι φτωχοί γνωρίζουν πώς ζουν οι πλούσιοι, και έχουν πεισθεί ότι έχουν και αυτοί το δικαίωμα να ζήσουν πλούσια (προσοχή, δεν είναι το ίδιο όπως το να ΓΙΝΟΥΝ πλούσιοι).
Η παραγωγή προιόντων ή υπηρεσιών παραμένει πάντοτε ο ειρηνικός τρόπος, ώστε μία χώρα να είναι αυτάρκης και πλούσια και κατά συνέπεια εθνικά υπερήφανη και ανεξάρτητη.
Το αν θα είναι και οι κάτοικοι της πλούσιοι, αυτό είναι περισσότερο θέμα καλής διαχείρισης του πλούτου της χώρας από τις κυβερνήσεις της.

Αναπόσπαστο κομμάτι της σημερινής οικονομίας, είναι και οι τράπεζες.
Οι τράπεζες έγιναν αναγκαίες όταν δημιουργήθηκαν πολύπλοκα προϊόντα με μεγάλη αξία, που πωλούνταν σε μεγάλες ποσότητες ή σε μεγάλες αποστάσεις, συνήθως σε άλλες χώρες.
Όταν ξεκίνησε αυτό, οι δρόμοι δεν ήταν ακόμα ασφαλείς από ληστές και φυσικές καταστροφές και δεν ήταν συνετό οι ταξιδιώτες να κουβαλούν επάνω τους πολύ χρυσό ή ασήμι σε νομίσματα.
Έτσι δημιουργήθηκαν επιχειρήσεις από πλούσιους εμπόρους, στους οποίους έδινες τα νομίσματά σου και έπαιρνες μια απόδειξη, την οποία μπορούσες να τη δώσεις σε αντίστοιχη επιχείρηση στον προορισμό σου, και να πάρεις (σχεδόν όλο) το ποσό σου πίσω και μάλιστα στο τοπικό νόμισμα.
Οι «τράπεζες» εκείνης της εποχής (δηλαδή τραπέζια στο δρόμο, όπου γίνονταν οι συναλλαγές) φυσικά συνεργάζονταν μεταξύ τους και όταν κατά διαστήματα αντάλλασαν νομίσματα για να εξοφλήσουν τις μεταξύ τους εκκρεμότητες, το έκαναν οργανώνοντας πολυάριθμες και πολυδάπανες ένοπλες συνοδείες.
Έτσι, η κατοχή "αξίας" μεταφέρθηκε από τα υλικά αντικείμενα (χρυσό ή άργυρο) στην "πίστη", στην αξιοπιστία δηλαδή του τραπεζίτη να ανταλλάξει το χαρτί με την υπογραφή του (ή του συναδέλφου του) με τα παραπάνω πολύτιμα υλικά. Οι πρώτοι διδάξαντες μάλιστα της μεθόδου θεωρούνται οι Ναΐτες καλόγεροι-ιππότες, για τη διαδρομή Γαλλία - Παλαιστίνη.

Όμως σύντομα διαπιστώθηκε ότι το σύστημα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο πρακτικό.
Αντί να πας στη τράπεζα για να δώσεις την απόδειξή σου και να πάρεις νομίσματα για να κάνεις μια πληρωμή, μπορούσες να δώσεις κατ’ευθείαν την απόδειξη στον πωλητή, και αυτός με τη σειρά του σε κάποιον άλλον κοκ, και όταν ο τελευταίος χρειαζόταν νομίσματα για να πληρώσει πχ μικροαγορές, τότε πήγαινε αυτός στην τράπεζα της περιοχής του και «εξαργύρωνε» έκανε δηλ πάλι άργυρο την αρχική απόδειξη.

Αρκετά αργότερα (τον 19ο αιώνα) δημιουργήθηκαν τα κρατικά χαρτονομίσματα και ο «χρυσός κανόνας», ότι δηλαδή το χρήμα μιας τράπεζας και στη συνέχεια μιας χώρας, θα έπρεπε να αντιστοιχεί κατά ένα σημαντικό ποσοστό με τα αποθέματα χρυσού στα θησαυροφυλάκιά της.
Αυτός ο κανόνας ήταν τόσο επιτυχής που διατηρήθηκε μέχρι το 1971, οπότε οι ΗΠΑ αρχικά, θεωρώντας ότι το σύστημα αυτό περιόριζε την οικονομία τους και ότι το δολάριο ήταν διεθνώς εξίσου αποδεκτό με τον χρυσό, επέλεξαν να μην τον ακολουθούν.
Το αποτέλεσμα είναι να έχουν ένα από το υψηλότερα χρέη παγκοσμίως, αλλά το χρέος αυτό καθαυτό δεν αποτελεί εμπόδιο στο να εξακολουθείς να δανείζεσαι, εφόσον οι δανειστές σου σε θεωρούν αξιόπιστο στην εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσέων σου.

Εδώ αξίζει να αναφερθεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση όπου η οικονομία άνθισε, χωρίς τα χρήματά της να έχουν αντίκρυσμα σε χρυσό, ή άλλες κυβερνητικές εγγυήσεις.
Πρόκειται για τη μικρή Αυστριακή πόλη Wörgl (Βέργκλ), που το 1931 η οικονομία της υπέφερε, όπως και όλη η Αυστρία, από την ύφεση που ακολούθησε την οικονομική κρίση του 1929.


To ομόλογο του Wörgl αξίας ενός σελλινιού. Τα «χαρτόσημα» δεξιά, που έπρεπε να επικολλώνται κάθε μήνα, μείωναν προοδευτικά την αξία του ομόλογου, έτσι ώστε να υπάρχει κίνητρο για τη γρήγορη κυκλοφορία τους.

Ο προοδευτικός δήμαρχος της πόλης αποφάσισε να εκδόσει τοπικό χρήμα (σε μορφή ομολόγων), για το οποίο η μόνη εγγύηση ήταν η εμπιστοσύνη των κατοίκων προς αυτό και τον δήμαρχό τους.
Το πείραμα πήγε πολύ καλύτερα απ’ ότι περίμεναν και οι πλέον αισιόδοξοι, με αποτέλεσμα όλοι οι κάτοικοι του Wörgl να έχουν εργασία και να εκτελεσθούν σημαντικά έργα στην πόλη, μάλιστα το σύστημα άρχισε να επεκτείνεται και στις γειτονικές πόλεις.
Καθώς όμως τα ωραία πράγματα δεν κρατούν πολύ, η Κεντρική Τράπεζα της Αυστρίας που θεώρησε ότι θίγονται τα συμφέροντά της, κατάφερε να πετύχη την απαγόρευση της κυκλοφορίας των ομολόγων του Wörgl.
Για την Ιστορία, όταν λίγο αργότερα ο Χίτλερ προσάρτησε την Αυστρία, δεν υπήρξε η παραμικρή αντίδραση από το λαό της, θεωρώντας ότι αυτή η κίνηση θα έλυνε οριστικά τα οικονομικά προβλήματα της χώρας τους.

Για να επανέλθουμε όμως στις τράπεζες, ο βασικός ρόλος τους σήμερα στην πραγματικότητα είναι απλός.
Μαζεύουν χρήματα από τους καταθέτες προσφέροντάς τους ένα συγκεκριμένο επιτόκιο, και τα χρήματα αυτά τα δανείζουν με τη σειρά τους σε επιχειρήσεις που θέλουν είτε να ξεκινήσουν για πρώτη φορά ή να επεκταθούν, με μεγαλύτερο επιτόκιο.
Αν όλα πηγαίνουν καλά, οι επιχειρήσεις αυτές θα έχουν κέρδη, οπότε θα μπορέσουν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους στην τράπεζα συμπεριλαμβανομένου και του τόκου που αναλογεί, και η τράπεζα θα μπορεί να επιστρέψει τα χρήματα των καταθετών της όταν της ζητηθούν, με τον τόκο που υποσχέθηκε.
Η τράπεζα φυσικά κερδίζει από τη διαφορά των επιτοκίων προς τις επιχειρήσεις και προς τους καταθέτες, αλλά τελικά όλοι είναι κερδισμένοι και (θα έπρεπε να είναι) ευχαριστημένοι.

Τα προβλήματα αρχίζουν όταν οι επιχειρήσεις είτε από κακή εκτίμηση είτε εσκεμμένα δεν χρησιμοποιούν τα χρήματα που δανείστηκαν σωστά, οπότε έχουν ζημιά αντί για κέρδη και φυσικά δεν μπορούν να ξεπληρώσουν την τράπεζα.
Και η τράπεζα έχει ευθύνη βέβαια, επειδή θα έπρεπε να έχει ελέγξει αν τα χρήματα που δανείζει χρησιμοποιούνται σωστά και για το σκοπό που δόθηκαν.
Το αποτέλεσμα όμως είναι ότι για να μην μείνουν οι καταθέτες ξεκρέμαστοι επεμβαίνει το κράτος και δανείζεται (σαν κράτος πια) για λογαριασμό της «απρόσεκτης» τράπεζας από διεθνείς τραπεζικούς οργανισμούς, για να «σωθούν οι καταθέσεις» και για να μπορεί να συνεχίζει να δανείζει η τράπεζα τις επιχειρήσεις, ελπίζοντας όμως ότι τώρα το «παιχνίδι» θα παιχτεί σωστότερα.
Και το χειρότερο είναι ότι όταν μια χώρα με προβλήματα δανείζεται, το επιτόκιο είναι αντιστρόφως ανάλογο με την οικονομική αξιοπιστία της χώρας.

Εφόσον όμως οι συνθήκες (βλ νοοτροπία) δεν βελτιωθούν , ξεκινά ένας φαύλος κύκλος που αυξάνει συνεχώς το ύψος του δανεισμού, με αποτέλεσμα τη φτώχεια του κράτους και την εκποίηση περιουσιακών του στοιχείων για να μπορέσει να πληρώσει τις εσωτερικές (μισθούς, συντάξεις, πρόνοια) και εξωτερικές (τόκους, αμυντικό εξοπλισμό, καύσιμα) υποχρεώσεις του.
Και γενικά, αν μια χώρα αγοράζει περισσότερα αγαθά από όσα παράγει (σε αξία), αργά ή γρήγορα είτε θα φτωχύνει σύντομα, είτε θα αρχίσει να δανείζεται οπότε απλά θα φτωχύνει λίγο αργότερα.

Και μοιάζει σαν να διαφεύγει και από τους πλέον ειδικούς η στοιχειώδης αρχή, ότι ο δανεισμός (είτε μιλάμε για κράτη, είτε για επιχειρήσεις, είτε για οικογένειες) δεν δικαιολογείται παρά μόνο στις πιο κάτω περιπτώσεις:

  1. Για να καλύψεις μια έκτακτη ανάγκης, πχ από ένα ατύχημα, ή φυσική καταστροφή, με την προοπτική να ξεπληρώσεις το χρέος μειώνοντας στη συνέχεια τα έξοδά σου.
  2. Για να επενδύσεις σε κάτι, από το οποίο αναμένεις με σημαντικό ποσοστό βεβαιότητας ότι θα σου αποδώσει αρκετά, ώστε να πληρώσεις το χρέος σου και να εξακολουθείς να έχεις και κάποιο όφελος από εκεί και πέρα.
Αλλιώς ό δανεισμός «για να ζήσεις» δεν έχει τελειωμό, και αυτή ακριβώς η κατάσταση δημιούργησε τους δουλοπάροικους του Μεσαίωνα και τους σημερινούς "νεόπτωχους".
Για να επανέλθουμε στις επιχειρήσεις, να σημειωθεί ότι υπάρχει και η περίπτωση μια επιχείρηση να έχει μεν κέρδος, αλλά να το «εξάγει» σε καταθέσεις στο εξωτερικό.
Στην περίπτωση αυτή, το ποσό αυτό θα χρησιμοποιηθεί από μια ξένη τράπεζα για δανεισμό επιχείρησης άλλης χώρας, οπότε στην ουσία αυτό το ποσό θα έχει χαθεί από την τοπική αγορά και μάλλον θα καταλήξει να χρηματοδοτήσει έναν μελλοντικό ξένο ανταγωνιστή!

Με το άνοιγμα του εμπορίου τις τελευταίες δεκαετίες σ’ ολόκληρο τον πλανήτη (μετά το ουσιαστικό τέλος του «ψυχρού πολέμου») οι μεγάλες επιχειρήσεις βρήκαν έναν τρόπο να μειώσουν το κόστος παραγωγής των προιόντων τους, ώστε να τα κάνουν περισσότερο ανταγωνιστικά.
Ο τρόπος αυτός ήταν η μεταφορά μέρους, ή όλης της παραγωγής τους στις νέες αναπτυσσόμενες χώρες που μπήκαν στο παιχνίδι του παγκόσμιου εμπορίου, βασικά σε χώρες της Ασίας, που είχαν χαμηλό εργατικό κόστος.
Έτσι, αποκτούσαν πρόσβαση και σε μια τεράστια αγορά που είχε μείνει πίσω σε σχέση με τα δυτικά πρότυπα, και ήθελε να καλύψει γρήγορα τη διαφορά.
Το αποτέλεσμα ήταν οι επιχειρήσεις αυτές να γίνουν πράγματι περισσότερο ανταγωνιστικές, αλλά σε λίγο το ίδιο έκαναν και οι ανταγωνιστές τους, ενώ ταυτόχρονα δημιουργήθηκε πρόβλημα ανεργίας στις χώρες τους.

Και είναι λογικό να υποθέσει κανείς, ότι στην πράξη αυτό θα ισορροπίσει όταν θα ανέβει το βιοτικό επίπεδο και των Ασιατικών χωρών και όταν θα ισχύσουν και εκεί αυστηροί νόμοι για αντιρρύπανση, παραγωγή ενέργειας κλπ, έτσι ώστε να πάψει να αποτελεί ουσιαστικό πλεονέκτημα η μεταφορά της παραγωγής στις χώρες αυτές.
Πιθανώς, αυτό να σημαίνει ότι το βιοτικό επίπεδο θα ισορροπίσει κάπου ενδιάμεσα, μεταξύ του σημερινού υψηλού Ευρωπαϊκού και του χαμηλότερου Ασιατικού.
Εικόνα από το μέλλον. Πειραματικό ταξί χωρίς οδηγό.

Ακόμα και η εξέλιξη της τεχνολογίας, αν και αναπόφευκτη, κάθε άλλο παρά βοηθάει στην επίλυση του προβλήματος, καθώς οι ραγδαία εξελισσόμενοι αυτοματισμοί που κάνουν τα προϊόντα πιο ελκυστικά στους αγοραστές, απαιτούν λιγότερους αλλά πιο εξειδικευμένους τεχνίτες απ’ ότι παλαιότερα.
Φανταστείτε πχ σε δέκα χρόνια ή και λιγότερα, όταν τα ταξί δεν θα χρειάζονται οδηγό, τι πρόβλημα θα δημιουργηθεί στους ανθρώπους που το επάγγελμα αυτό θα ήταν μια λύση, και οι οποίοι δεν θα μπορέσουν να μεταπηδήσουν σε μια πιο εξειδικευμένη εργασία (πχ να κατασκευάζουν ή να επισκευάζουν τους αυτοματισμούς των οχημάτων αυτών).
Ακόμα όμως και αν θα μπορούσαν να ακολουθήσουν μια τέτοια εξειδίκευση, οι νέες θέσεις εργασίας στατιστκά δεν θα είναι περισσότερες από τις μισές από αυτές που καταργούνται.

Κάτι που αρχίζει και συζητιέται έντονα στις μέρες μας (άνοιξη του 2015), είναι η κατάργηση του κλασικού χρήματος και η αντικατάστασή του με "πλαστικό".
Αυτό έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, αλλά και ένα μάλλον μεγαλύτερο μειονέκτημα.
Το πλεονέκτημα, εκτός από την ευκολία τού να μην κουβαλάς μαζί σου χρήματα, είναι ότι θα καταγράφοναι όλες οι συναλλαγές, οπότε θα μειωθεί σημαντικά η δυνατότητα φοροδιαφυγής που όπως είναι γνωστό, στη χώρα μας είναι μάστιγα και λίγο "σπορ".
Το μειονέκτημα είναι ότι οι άνθρωποι δεν θα έχουν τίποτα στα χέρια τους, παρά μόνο καταγραφές σε κάποιους servers.
Και πέρα από τον κίνδυνο να χαθούν ή να παραποιηθούν τα ηλεκτρονικά αρχεία από φυσικές (ηλιακή δραστηριότητα) ή κακόβουλες ενέργειες, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν σε εθνικό ή και παγκόσμιο επίπεδο για να ελέγξουν τις ζωές των ανθρώπων, χωρίς την (με δημοκρατικό τρόπο) συγκατάθεσή τους.
Θα μπορούσε όμως να σκεφθεί κάποιος ακόμα ένα (αλλά μάλλον θεωρητικό) πλεονέκτημα του πλαστικού χρήματος, ειδικά αν είναι εθνικό.
Προκειμένου να κινείται η οικονομία και καθώς όλο το χρήμα θα είναι εγγραφές σε τράπεζες, θα μπορούσε εύκολα να ρυθμιστεί κατά τα πρότυπα του Wörgl, ώστε οι τραπεζικές καταθέσεις στο εθνικό χρήμα να χάνουν βαθμιαία την αξία τους, πχ 1% κάθε μήνα, ώστε να υπάρχει κίνητρο το χρήμα να κυκλοφορεί.
Φυσικά αυτό θα ίσχυε και για το ίδιο το κράτος, το οποίο επιπλέον θα έπρεπε να παρέχει αξιοπρεπείς και αξιόπιστες υπηρεσίες υγείας, παιδείας, σύνταξιοδότησης κλπ, ώστε να μειωθεί η ανάγκη για χρήμα στην άκρη «για ώρα ανάγκης».
 
Αυτό που παρατηρούμε σήμερα είναι ότι σε παγκόσμιο επίπεδο ο πληθυσμός και ο μέσος όρος ζωής συνεχίζουν να αυξάνονται, ενώ οι θέσεις ανειδίκευτης εργασίας μειώνονται, και σε αντίθεση με τον οικισμό στην αρχή της ιστορίας μας δεν υπάρχουν άλλοι οικισμοί σε γειτονικούς πλανήτες για να επεκτείνουμε τις συναλλαγές μας!
Παλαιότερα, τα κράτη ήθελαν να έχουν μεγάλους πληθυσμούς, επειδή οι εργασίες ήταν βασικά χειρονακτικές, υπήρχε μεγάλη θνησιμότητα, οι άνθρωποι δεν είχαν πολλές απαιτήσεις από τη ζωή τους, αλλά και για να μπορούν να διατηρούν ισχυρό στρατό.
Σήμερα τα παραπάνω έχουν ανατραπεί ακόμα και για το στρατό, επειδή παρόλο που δεν έχουμε εξελιχθεί αρκετά ως ανθρώπινο είδος ώστε κάθε χώρα να νιώθει ασφαλής χωρίς στρατό, η στρατιωτική ισχύς δεν μετριέται πλέον με τον αριθμό των στρατιωτών, όσο με την υψηλή τεχνολογία του.
Συνεπώς, οι μεγάλοι πληθυσμοί αποτελούν μάλλον πρόβλημα στις σημερινές συνθήκες, ενώ αν η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού περιοριστεί οικιοθελώς, οι λιγότεροι άνθρωποι θα ζήσουν καλύτερα, και επιπλέον σε ένα λιγότερο ρυπασμένο περιβάλλον. 

Τελευταία Νέα (Ιανουάριος 2016 από το in.gr).
«Οι μεγάλες αλλαγές στην αγορά εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης της χρήσης ρομπότ και της τεχνητής νοημοσύνης, θα έχουν ως αποτέλεσμα την καθαρή απώλεια 5 εκατ. θέσεων εργασίας τα επόμενα πέντε χρόνια σε 15 μεγάλες χώρες, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση.
Τα δύο τρίτα των εκτιμώμενων απωλειών αναμένονται στους κλάδους εργασίας γραφείου και διοικητικών υπηρεσιών, θα υπάρχει όμως αυξανόμενη ζήτηση για αναλυτές δεδομένων και ειδικούς αντιπροσώπους πωλήσεων». 


H προβλεπόμενη εξέλιξη του πληθυσμού της Γης, εφόσον συνεχίσει να αυξάνεται με τον σημερινό ρυθμό.

Πιο συγκεκριμένα, η πρόβλεψη του ΟΗΕ (αρχές 2016) για τον πληθυσμό της Γης, είναι:
Έτος 2030, πληθυσμός σχεδόν 8.5 δισεκατομμύρια.
Έτος 2050, πληθυσμός τουλάχιστον 9.7 δισεκατομμύρια. 
Επίσης, η οικονομική κρίση που έγινε παγκόσμια αισθητή από το τέλος της δεκαετίας του 2000, οδήγησε πολλές περιοχές παγκόσμια και ειδικότερα στη Γαλλία, να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Wörgl και να εκδώσουν δικό τους νόμισμα που χρησιμοποιείται παράλληλα με το Ευρώ.
Στη Γαλλία τουλάχιστον 20 περιοχές το εφαρμόζουν, όπως το Montreuil που εκδίδει το «La Peche» (αλιεία) και η Villeneuve sur Lot που εκδίδει το «Abeille» (μέλισσα), ενώ αντίστοιχο παράδειγμα στην Αγγλία είναι το τοπικό νόμισμα του Bristol.
Τα νομίσματα αυτά έχουν ίση μοναδιαία αξία με το Ευρώ, και σε πολλά εφαρμόζεται ο κανόνας της χρονικής υποτίμησής τους, όπως στην περίπτωση του Wörgl, ώστε να  υπάρχει κίνητρο για τον κάτοχό τους να τα κυκλοφορεί και όχι να τα συσσωρεύει. 
Πάντως τα παραπάνω είναι υπαρκτά τυπωμένα χρήματα και δεν έχουν σχέση με το άυλο bitcoin, το οποίο δεν φαίνεται να έχει πείσει για την πρακτικότητα και την ασφάλειά του καθώς δεν συνδέεται άμεσα με προστιθέμενη αξία, η οποία αποτελεί τη βάση της πραγματικής οικονομίας. 

Προτεινόμενα βιβλία για βασικές γνώσεις Οικονομίας:

“ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΟ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑ και η απειλή του πληθωρισμού”, του Γιάννη Παπαδημητρίου.
“ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ”, του Γιάνη Βαρουφάκη, Εκδόσεις Πατάκη.                                                              

Προτείνεται επίσης η επίσκεψη στο Νομισματικό Μουσείο στο κέντρο της Αθήνας, που στεγάζεται στο παλιό (και πολύ ενδιαφέρον) αρχοντικό του Ε. Σλήμαν.

Γ. Μεταξάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου