Παρακάτω έχουν καταγραφεί μερικές
τεχνικές λέξεις και εκφράσεις που ακούγονται περίεργες, ξενικές, ή δεν είναι
προφανής η αρχική προέλευσή τους.
Αν και η Ελληνική γλώσσα έχει τεράστιο
γλωσσικό πλούτο και οι Ελληνικής προέλευσης λέξεις στην Αγγλική γλώσσα αριθμούνται σε χιλιάδες, κάποιες λέξεις στην τεχνολογία, μάλλον και για την
ευκολία συνεννόησης με τους ξένους τεχνικούς, έμειναν στην «μητρική» τους
γλώσσα, αλλά συνήθως αρκετά παραφθαρμένες ώστε να μην αναγνωρίζονται πια.
Εξαίρεση αποτελούν οι τεχνικές λέξεις
που χρησιμοποιεί ο στρατός, καθώς εκεί έγινε οργανωμένα και συστηματικά
αναζήτηση αντίστοιχων ελληνικών, αλλά για ευνόητους λόγους συχνά οι λέξεις
αυτές είναι «δύσκαμπτες» και «καθαρευουσιάνικες», οπότε δεν έχουν επικρατήσει
εκτός στρατού.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι τεχνικές
λέξεις συνδέονται με την γλώσσα της χώρας από την οποία είχε εισαχθεί για πρώτη
φορά στην Ελλάδα η αντίστοιχη τεχνολογία.
Στα αυτοκίνητα πχ πολλοί όροι είναι στα
γαλλικά και μάλιστα με τη σωστή προφορά, όπως καρμπυρατέρ, πορτ μπαγκάζ,
μαρσπιέ κλπ, και συχνά οι τεχνικοί δεν θα αναγνωρίσουν τις ελληνικές λέξεις «πλήμνη»
και «αντιστρεπτική δοκός», ενώ θα καταλάβουν το «μουαγιέ» και τη «ζανφόρ»,
αντίστοιχα.
Στην αεροπορία, σαν πιο πρόσφατη
τεχνολογία έχουν επικρατήσει οι αγγλικές λέξεις, ενώ στο εμπορικό ναυτικό χρησιμοποιούνται
πολύ ιταλικές και αγγλικές λέξεις, αλλά συχνά τόσο παραφθαρμένες ώστε δύσκολα
αναγνωρίζονται.
Για παράδειγμα δεν φαίνεται εύκολα ότι
η λέξη «βατσιμάνης» είναι από το «watchman» δηλαδή σκοπός – φύλακας, ή το «γραδάρω» που σημαίνει μετράω την πυκνότητα
(ουσιαστικά αλατότητα) του νερού, είναι από το «grade» που είναι ο βαθμός.
Πολλές από αυτές τις ναυτικές λέξεις
χρησιμοποιεί ο Ν. Καββαδίας στα ποιήματα και διηγήματά του, και μπορεί κανείς
να τις αναζητήσει σε ναυτικά και ναυπηγικά γλωσσάρια που υπάρχουν στο ίντερνετ
(οπότε δεν επαναλαμβάνονται εδώ).
Αντίθετα, στην πολύ νεώτερη τεχνολογία
των ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι αγγλικές λέξεις που χρησιμοποιούνται κατά
κόρον παρέμειναν στην αρχική τους μορφή, καθώς όλοι σχεδόν οι χρήστες γνωρίζουν
αγγλικά και έχουν αρκετά υψηλό μορφωτικό επίπεδο.
Μετά από αυτά τα εισαγωγικά, ας δούμε
ενδεικτικά μερικές λέξεις (εκτός της συνηθισμένης ναυτικής και αυτοκινητιστικής
ορολογίας), ενώ σημειώνεται και όταν είναι γνωστή η προέλευση της λέξης.
Δεν σημειώνονται επίσης κοινόχρηστες
λέξεις με προφανή ξενική προέλευση, όπως μπαταρία, ταβάνι, σοβάς, τζάμι κλπ.
Αν κάποιος αναγνώστης έχει κάποιες
ακόμα λέξεις να προτείνει ή κάτι να προσθέσει, παρακαλώ να τις στείλει στο email: geometax3@gmail.com
Γ. Μεταξάς
Σημείωση: Τα γράμματα στις τουρκικές
λέξεις που σημειώνονται με παχείς χαρακτήρες (bold), προφέρονται με την προφορά που έχουν τα γράμματα αυτά όταν φέρουν (στα
τουρκικά) κάποια επισήμανση, όπως υπογεγραμμένη, περισπωμένη κλπ.
Πηγές:
-Λεξικό της Νεοελληνικής, Χάρη
Σακελλαρίου
-Ετυμολογικό Λεξικό, Γ. Μπαμπινιώτη
-Ίντερνετ
-Αβάνς. Από το γαλλικό avance. Προπορεία (στο σύστημα έναυσης βενζινοκινητήρα).
-Αβάνς. Από το γαλλικό avance. Προπορεία (στο σύστημα έναυσης βενζινοκινητήρα).
-Αβαρία.
Από το ιταλικό avaria, βλάβη.
-Ακουαφόρτε.
Από το ιταλικό aqua forte (δυνατό νερό). Το νιτρικό οξύ. Η λέξη χρησιμοποιείται
λανθασμένα και για εμπορικά διαλύματα υδροχλωρικού οξέος για οικιακή χρήση.
-Αλεζουάρ.
Από το γαλλικό alesoir (λειαντήρας). Γλύφανο, εργαλείο σαν τρυπάνι για την
εξομάλυνση των οπών.
-Αλφάδι.
Όργανο μέτρησης οριζοντιότητας. Το παλιότερο όργανο χρησιμοποιούσε νήμα της
στάθμης εμπρός από ένα ξύλινο πλαίσιο σε σχήμα πεπλατυσμένου Α. Τα σύγχρονα
αλφάδια δουλεύουν με αμπούλες υγρού και είναι πολύ πιο εύχρηστα, αλλά
διατήρησαν το όνομα.
-Αμπαζούρ. Φωτιστικό που φωτίζει προς τα κάτω. Από το γαλλικό abattre jour (ρίχνω προς τα κάτω το φως της ημέρας), επειδή αρχικά αφορούσε τους φεγγίτες.
-Άνευ θείου και φωσφόρου. Φράση που γραφόταν στα κουτιά των σπίρτων από τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε γενικεύθηκε η χρήση των σπίρτων ασφαλείας. Η φράση χρησιμοποιήθηκε επίσης για να δηλώσει τον χάλυβα χωρίς ανεπιθύμητες προσμίξεις.
-Αμπαζούρ. Φωτιστικό που φωτίζει προς τα κάτω. Από το γαλλικό abattre jour (ρίχνω προς τα κάτω το φως της ημέρας), επειδή αρχικά αφορούσε τους φεγγίτες.
-Άνευ θείου και φωσφόρου. Φράση που γραφόταν στα κουτιά των σπίρτων από τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε γενικεύθηκε η χρήση των σπίρτων ασφαλείας. Η φράση χρησιμοποιήθηκε επίσης για να δηλώσει τον χάλυβα χωρίς ανεπιθύμητες προσμίξεις.
-Αντάπτορας.
Από το γαλλικό adapter, προσαρμόζω.
-Απλίκα.
Από το γαλλικό appliquer (εφαρμόζω). Επιτοίχιο φωτιστικό.
-Αραμπάς.
Από το τουρκικό araba, κάρο, άμαξα.
-Αρίδα.
Από το αρχαίο αρίς. Μεγάλο τρυπάνι για ξύλο ή έδαφος, με έντονο σπείρωμα και
μακρύ βήμα.
-Ασανσέρ.
Από το γαλλικό ascenseur, ανυψωτήρας.
-Aστάρι. Από το τουρκικό astar. Υπόστρωμα χρώματος, πριν την εφαρμογή του κυρίως χρώματος.
-Ατζαμής.
Από το τουρκικό acemi.
-Ατσάλι.
Από το βεβετσιάνικο azzal. Ο χάλυβας.
-Βαγόνι.
Από το ιταλικό vagone.
-Βάζα. Μεγάλοι ξύλικοι τάκοι ή ενωμένοι σε σχήμα φορείου, που συγκρατούν όρθιο το πλοίο στην ξηρά. Aπό το ιταλικό vaso, δοχείο που συγκρατεί ένα περιεχόμενο.
-Βακελίτης. Το πρώτο ρητινούχο τεχνητό μονωτικό. Από το όνομα του κατασκευαστή του, Βέλγου Baekeland.
-Βαλβολίνη. Παχύρευστο λιπαντικό για γρανάζια. Από τη Valvoline, την πρώτη αμερικανική εταιρεία παραγωγής ορυκτελαίων.
-Βάζα. Μεγάλοι ξύλικοι τάκοι ή ενωμένοι σε σχήμα φορείου, που συγκρατούν όρθιο το πλοίο στην ξηρά. Aπό το ιταλικό vaso, δοχείο που συγκρατεί ένα περιεχόμενο.
-Βακελίτης. Το πρώτο ρητινούχο τεχνητό μονωτικό. Από το όνομα του κατασκευαστή του, Βέλγου Baekeland.
-Βαλβολίνη. Παχύρευστο λιπαντικό για γρανάζια. Από τη Valvoline, την πρώτη αμερικανική εταιρεία παραγωγής ορυκτελαίων.
-Βερνίκι. Από την πόλη Βερενίκη, σημερινή Βεγγάζη στη Λιβύη.
-Bαπόρι. Από το γαλλικό vapeur, ατμός. Το ατμόπλοιο.
-Βάφω. Από το βάπτω (εμβαπτίζω). Λέξη που σημαίνει τόσο τον εμβαπτισμό σε νερό ή λάδι πυρακτωμένου χάλυβα για σκλήρυνση, όσο και το βάψιμο (χρωματισμό) που αρχικά γίνονταν επίσης με εμβαπτισμό.
-Βερνιέρος. Το εξάρτημα του παχύμετρου που επιτρέπει την ανάγνωση μηκών με ακρίβεια 0.1 mm. Από τον εφευρέτη του το 1631, Γάλλο P. Vernier.
-Βινύλιο. Συνθετικό πλαστικό που πήρε το όνομά του από το vinum (κρασί στα λατινικά), εξαιτίας της χημικής του συγγένειας με την αιθανόλη.
-Βιτριόλι. Από το γαλλικό vitriol. Το θειϊκό οξύ.
-Βάφω. Από το βάπτω (εμβαπτίζω). Λέξη που σημαίνει τόσο τον εμβαπτισμό σε νερό ή λάδι πυρακτωμένου χάλυβα για σκλήρυνση, όσο και το βάψιμο (χρωματισμό) που αρχικά γίνονταν επίσης με εμβαπτισμό.
-Βερνιέρος. Το εξάρτημα του παχύμετρου που επιτρέπει την ανάγνωση μηκών με ακρίβεια 0.1 mm. Από τον εφευρέτη του το 1631, Γάλλο P. Vernier.
-Βινύλιο. Συνθετικό πλαστικό που πήρε το όνομά του από το vinum (κρασί στα λατινικά), εξαιτίας της χημικής του συγγένειας με την αιθανόλη.
-Βίντζι.
Από το αγγλικό winch, βαρούλκο.
-Βισκόζη. Από το λατινικό viscus (παχύρευστο). Νήμα κατασκευασμένο από κυτταρίνη.
-Βισκόζη. Από το λατινικό viscus (παχύρευστο). Νήμα κατασκευασμένο από κυτταρίνη.
-Βιτριόλι. Από το γαλλικό vitriol. Το θειϊκό οξύ.
-Βολάν.
Από το γαλλικό volant. Σφόνδυλος, αλλά και τιμόνι.
-Βυτίο.
Από το λατινικό buttis, βαρέλι.
-Γαλβανίζω.
Από το γαλλικό galvanizer. Επιμεταλλώνω και ειδικότερα επιψευδαργυρώνω.
-Γάντζος. Από το ιταλικό gancio, ή ενδεχομένως από το ελληνικό "γαμψός".
-Γανώνω. Από το αρχαίο "γανώ" (λαμπρύνω). Επικασσιτερώνω.
-Γάντζος. Από το ιταλικό gancio, ή ενδεχομένως από το ελληνικό "γαμψός".
-Γανώνω. Από το αρχαίο "γανώ" (λαμπρύνω). Επικασσιτερώνω.
-Γαρμπίλι.
Μάλλον από το ιταλικό garbuglio. Μικρής διαμέτρου
χαλίκι.
-Γιαπί.
Από το τούρκικο yapi. Οικοδομή σε φάση
σκελετού.
-Γκαζοζέν.
Από το γαλλικό gazogene. Σύστημα παραγωγής καύσιμου αερίου από ατελή καύση
ξύλων. Χρησιμοποιήθηκε για να κινήσει αυτοκίνητα κατά τον Β’ΠΠ.
-Γκέτα. Από το αγγλικό gater, εύκαμπτο προστατευτικό σωληνοειδούς σχήματος.
-Γκέτα. Από το αγγλικό gater, εύκαμπτο προστατευτικό σωληνοειδούς σχήματος.
-Γκοφρέ.
Από το γαλλικό gaufre’ (ανάγλυφο).
-Γκρείντερ.
Από το αγγλικό grader, χωματουργικό μηχάνημα για τη διάστρωση χωμάτινων
επιφανειών.
-Γραδελάδα.
Από το Αγγλικό grading (πλέγμα). Κάλυμμα πατώματος ή σκάλας, κατασκευασμένο από
μεταλλικό πλέγμα, με τρόπο ώστε να είναι αντιολισθητικό. Χρησιμοποιείται στα
μηχανοστάσια διαμορφωμένο σε αφαιρούμενα πλαίσια, ώστε να επιτρέπει την εύκολη
πρόσβαση στη «σεντίνα» από κάτω, στην οποία καταλήγουν τα χυμένα λάδια και
πετρέλαια.
-Γρανάζι.
Από το γαλλικό engranage.
-Γράσο.
Από το ιταλικό grasso, λίπος.
-Γρέζι.
Από το ιταλικό greggio (ακατέργαστος).
-Γρίλια.
Από το ιταλικό griglia, σχάρα.
-Γρύλος. Το γνωστό εργαλείο για την ανύψωση αυτοκινήτων. Από το γαλλικό grillon, το έντομο γρύλος, και πιθανώς από τον παρόμοιο ήχο των παλαιότερων γρύλων με καστάνια.
-Γρύλος. Το γνωστό εργαλείο για την ανύψωση αυτοκινήτων. Από το γαλλικό grillon, το έντομο γρύλος, και πιθανώς από τον παρόμοιο ήχο των παλαιότερων γρύλων με καστάνια.
-Δράπανο.
Από το αρχαίο δρέπω. Αυτό που συνήθως ονομάζουμε «τρυπάνι», αλλά στην
πραγματικότητα η συσκευή στην οποία προσαρμόζουμε το εξάρτημα-τρυπάνι.
-Eμαγιέ. Από το γαλλικό emaille’, επισμαλτωμένο.
-Εταζέρα.
Από το γαλλικό étagère.
-Ζάντα.
Από το γαλλικό jante.
-Ζουέν.
Από το αγγλικό και γαλλικό joint, λαστιχένιο
παρέμβυσμα.
-Ζουμπάς.
Από το τουρκικό zιmba, κυλινδρικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για να μεταφέρει τα χτυπήματα από
σφυρί σε δυσπρόσιτα σημεία.
-Ίνοξ. Από το γαλλικό inoxidable, ανοξείδωτο.
-Καβαλέτο. Από το βενετσιάνικο cavaletto, αλογάκι. Ξύλινη συνήθως κατασκευή, για τη στήριξη αντικειμένων στο ύψος εργασίας.
-Καβίλια. Από το ιταλικό caviglia, αστράγαλος. O (ξύλινος) πίρος, η περόνη.
-Ίνοξ. Από το γαλλικό inoxidable, ανοξείδωτο.
-Καβαλέτο. Από το βενετσιάνικο cavaletto, αλογάκι. Ξύλινη συνήθως κατασκευή, για τη στήριξη αντικειμένων στο ύψος εργασίας.
-Καβίλια. Από το ιταλικό caviglia, αστράγαλος. O (ξύλινος) πίρος, η περόνη.
-Καδένα.
Από το ιταλικό catena, αλυσίδα.
-Καδρόνι.
Από το ιταλικό quadrone.
-Καλάι. Aπό το τουρκικό kalay, κασσίτερος.
-Καλάι. Aπό το τουρκικό kalay, κασσίτερος.
-Καλαμάτα. Εύκαμπτος σωλήνας 1'' που χρησιμοποιείται στην πυρόσβεση. Από παραφθορά της λέξης "καλάμι" που υποδηλώνει τη διατομή του.
-Καλέμι.
Η σμίλη. Από το τουρκικό kalem, αντιδάνειο από
το «κάλαμος - καλάμι».
-Καλίμπρα.
Από το γαλλικό calibre, φόρμα, μέγεθος.
-Καλντερίμι.
Aπό το τουρκικό kaldιrιm, λιθόστρωτος δρόμος.
-Καμιόνι.
Από το γαλλικό camion, φορτηγό.
-Καναδέζα. Ελαφρύ φορτηγό του στρατού, από το παλιό Μ715 που κατασκευάζονταν στον Καναδά.
-Κάνουλα. Από το λατινικό canna, καλάμι.
-Καντάρι. Ζυγιστική συσκευή με ελατήριο. Από το τουρκικό kantar (εκατοντάδα), και αυτό από το ρωμαϊκό centum (εκατό).
-Καπάκι. Από το τουρκικό kapak.
-Καναδέζα. Ελαφρύ φορτηγό του στρατού, από το παλιό Μ715 που κατασκευάζονταν στον Καναδά.
-Κάνουλα. Από το λατινικό canna, καλάμι.
-Καντάρι. Ζυγιστική συσκευή με ελατήριο. Από το τουρκικό kantar (εκατοντάδα), και αυτό από το ρωμαϊκό centum (εκατό).
-Καπάκι. Από το τουρκικό kapak.
-Κάργα.
Από το βενετσιάνικο carga, γεμάτο.
-Κάρο. Σύστημα τετρακίνησης που υποχρεώνει όλους τους τροχούς να περιστρέφονται, δίνοντας στο όχημα ταχύτητα αλλά και ικανότητες "κάρου".
-Κάρτερ. Χώρος συγκέντρωσης λαδιού, στο κάτω μέρος κινητήρα. Από τον Άγγλο εφευρέτη Carter.
-Κάρο. Σύστημα τετρακίνησης που υποχρεώνει όλους τους τροχούς να περιστρέφονται, δίνοντας στο όχημα ταχύτητα αλλά και ικανότητες "κάρου".
-Κάρτερ. Χώρος συγκέντρωσης λαδιού, στο κάτω μέρος κινητήρα. Από τον Άγγλο εφευρέτη Carter.
-Κασμάς.
Από το τουρκικό kazma.
-Κασόνι. Από το ιταλικό cassoni, μεγάλη κάσα (κιβώτιο).
-Κασόνι. Από το ιταλικό cassoni, μεγάλη κάσα (κιβώτιο).
-Καστάνια.
Από το ιταλικό castagna, εργαλείο με αναστολέα κίνησης.
-Κατράμι. Από το ιταλικό catrame. Η υγρή πίσσα.
-Κατράμι. Από το ιταλικό catrame. Η υγρή πίσσα.
-Κατσαβίδι.
Από το βενετσιάνικο cazzavide. Κοχλιοστρόφιο,
στα ελληνικά.
-Καφάο. Από τα αρχικά KV (Καφάου) στα γερμανικά που σημαίνει Kabel Verzweiger (Καλωδιοκατανεμητής), εξωτερικό ερμάριο διανομής καλωδίων, συνήθως τηλεφωνικών.
-Κιγκαλερία. Από το γαλλικό quincaillerie, μεταλλικά προϊόντα οικιακής χρήσης.
-Κιστέρνα. Από το λατινικό cisterna, στέρνα, δεξαμενή.
-Κλάξον. Αγγλική λέξη, αλλά από το ελληνικό "κλάζω", κραυγάζω.
-Καφάο. Από τα αρχικά KV (Καφάου) στα γερμανικά που σημαίνει Kabel Verzweiger (Καλωδιοκατανεμητής), εξωτερικό ερμάριο διανομής καλωδίων, συνήθως τηλεφωνικών.
-Κιγκαλερία. Από το γαλλικό quincaillerie, μεταλλικά προϊόντα οικιακής χρήσης.
-Κιστέρνα. Από το λατινικό cisterna, στέρνα, δεξαμενή.
-Κλάξον. Αγγλική λέξη, αλλά από το ελληνικό "κλάζω", κραυγάζω.
-Κλατάρω.
Από το γαλλικό eclater, σχίζω.
-Κόκπιτ.
Από το αγγλικό cockpit, θάλαμος διακυβέρνησης αεροσκάφους.
-Κολαούζο.
Από το τουρκικό kιlavuz, οδηγός. Σπειροτόμος, εργαλείο για τη διάνοιξη σπειρωμάτων.
-Κολοφώνιο.
Η ρητίνη, από την ιωνική πόλη Κολοφώνα.
-Κομπίνα. Από το αγγλικό combine, συνδυάζω. Η σύνθετη θεριζοαλωνιστική μηχανή.
-Κόνξα. Από το αγγλικό conk out, παθαίνω ξαφνική βλάβη (σε μηχανή).
-Κομπίνα. Από το αγγλικό combine, συνδυάζω. Η σύνθετη θεριζοαλωνιστική μηχανή.
-Κόνξα. Από το αγγλικό conk out, παθαίνω ξαφνική βλάβη (σε μηχανή).
-Κόντα
πλακέ. Από το γαλλικό contre plaque’. Επειδή οι στρώσεις του ξύλου μπαίνουν σταυρωτά.
-Κοντέρ. Από το γαλλικό compteur, μετρητής.
-Κοντέρ. Από το γαλλικό compteur, μετρητής.
-Kοτσάρω. Από το ιταλικό cozzare, κουτουλώ. Συνδέω, τοποθετώ.
-Κουζινέτο.
Από το ιταλικό cuscinetto (μαξιλαράκι). Τριβέας ολίσθησης.
-Κουρμπαδόρος. Συσκευή για λύγισμα σωλήνων χωρίς να «τσακίσουν». Από το γαλλικό courbe, καμπύλη.
-Κυπρί. Το ηλεκτρικό μάνταλο που απασφαλίζει την κλειδαριά της πόρτας. Ίσως από το "κυπρί", το μεγάλο κουδούνι των προβάτων και τον θόρυβο που κάνει.
-Κουρμπαδόρος. Συσκευή για λύγισμα σωλήνων χωρίς να «τσακίσουν». Από το γαλλικό courbe, καμπύλη.
-Κυπρί. Το ηλεκτρικό μάνταλο που απασφαλίζει την κλειδαριά της πόρτας. Ίσως από το "κυπρί", το μεγάλο κουδούνι των προβάτων και τον θόρυβο που κάνει.
-Λατάκι.
Συμπαγές ξύλο από έλατο, απ’ όπου και το όνομα. Χρησιμοποιείται για τακάρισμα ή
υποστήριξη.
-Λάμα.
Από το ιταλικό lama. Ατσάλινη μακρόστενη λωρίδα, συνήθως αναφέρεται σε πριόνια ή μαχαίρια.
-Λαντό.
Από το γαλλικό landau. Ιππήλατη άμαξα με τέσσερεις τροχούς.
-Λαπάτσα. Από το ιταλικό lapazza, μεταλλικό επίθεμα ενίσχυσης.
-Λάτεξ. Από το γαλλικό latex, το φυσικό καουτσούκ (κόμμι).
-Λαπάτσα. Από το ιταλικό lapazza, μεταλλικό επίθεμα ενίσχυσης.
-Λάτεξ. Από το γαλλικό latex, το φυσικό καουτσούκ (κόμμι).
-Λεβιές.
Από το γαλλικό levier. Μοχλός ανύψωσης, και κατ’ επέκταση ο μοχλός.
-Λίμα.
Από το ιταλικό lima.
-Λουκέτο.
Από το ιταλικό lucchetto (κλειδαριά).
-Λούστρο.
Από το ιταλικό lustro, γυαλάδα, λάμψη.
-Mαδέρι. Από το βενετσιάνικο madero. Aκατέργαστη σανίδα.
-Μακάπι.
Καλέμι για κομπρεσέρ.
-Μακαράς.
Από το τουρκικό makara, καρούλι. Η
τροχαλία.
-Mαλαστούπα. Πατσαβούρα ή στουπί, που το χρησιμοποιούσαν για το άναμμα
λέβητα.
Επίσης μεταλλικός πυροσωλήνας, για την εκκίνηση των παλαιών μονοκύλινδρων
πετρελαιομηχανών.
-Μανιπουλάρω.
Από το ιταλικό manipolare, χειραγωγώ, χειρίζομαι.
-Μανούβρα.
Από το βενετσιάνικο manuvra (ελιγμός).
-Μαλάς.
Από το τουρκικό mala, μυστρί.
-Μανέλα.
Από το ιταλικό maniglia, μοχλός.
-Μανέτα. Από το ιταλικό manetta. Χειρομοχλός σε τιμόνι δικύκλου, ή σε σταθερή βάση για τη ρύθμιση ισχύος σε αεροπλάνα και σκάφη.
-Μανέτα. Από το ιταλικό manetta. Χειρομοχλός σε τιμόνι δικύκλου, ή σε σταθερή βάση για τη ρύθμιση ισχύος σε αεροπλάνα και σκάφη.
-Μανιατό.
Από το γαλλικό και αγγλικό magneto. Μικρή γεννήτρια
υψηλής τάσης, για το σύστημα έναυσης των
παλαιότερων κινητήρων εσωτερικής καύσης.
-Μανιβέλα.
Από το ιταλικό manovella.
-Μάνικα. Από το ιταλικό manica, εύκαμπτος συνήθως υφασμάτινος σωλήνας, μεγάλης διατομής.
-Μάνικα. Από το ιταλικό manica, εύκαμπτος συνήθως υφασμάτινος σωλήνας, μεγάλης διατομής.
-Μανιτζέβελο.
Από το αγγλικό manageable, βολικό, εύχρηστο.
-Mαντέμι. Από το τουρκικό madem. Χυτοσίδηρος.
-Μάπα.
Από το ιταλικό mappa, πρόσωπο. Εξάρτημα για συγκράτηση ή ανύψωση, που στερεώνεται σε μία επιφάνεια.
-Μαραγκός.
Από το βενετσιάνικο marangon.
-Μαραφέτι.
Από το τουρκικό marifet. Οποιοδήποτε
μικρό εργαλείο.
-Μασιά.
Από το τουρκικό masa. H λαβίδα για το τζάκι.
-Μάσκουλο. Ο μεγάλος μεντεσές που προεξέχει προς τα έξω, συνήθως για παραδοσιακά παντζούρια.
-Μάστορας. Από το λατινικό magister, μέγιστος. Ο ειδικός.
-Μάστορας. Από το λατινικό magister, μέγιστος. Ο ειδικός.
-Μασχαλάς,
Μασγαλάς ή Μασγαλότορνος. Από τη λέξη μασχάλη. Τόρνος για την εν ψυχρώ
διαμόρφωση εύπλαστων φύλλων μετάλλου επάνω σε καλούπι, με χρήση ξύλινου μοχλού
που υποστηρίζεται στη μασχάλη του χειριστή.
-Ματ.
Από το λατινικό mattus. To μη γυαλιστερό.
-Ματικάπι.
Από το τουρκικό matkap. Χειροδράπανο.
-Mατρακάς. Από το τουρκικό matraka (ξυλόσφυρα). Μεταφορικά το «σαράβαλο».
-Ματσακόνι.
Από το ιταλικό mazza (μάζα?) και το ακόνι. Σφυρί για ειδικές εργασίες, με τις
άκρες του διαμορφωμένες σαν καλέμια.
-Ματσόλα.
Από το ιταλικό mazzola. Σφυρί με πλαστική ή ξύλινη κεφαλή, ώστε να μην πληγώνει
την επιφάνεια χτυπήματος.
-Μέγκενη.
Από το τουρκικό mengene.
-Μέιντεϋ.
Διεθνής κλήση κινδύνου (mayday) που και στα
αγγλικά έχει προκύψει από την παραφθορά του γαλλικού «m’aidez» - βοηθείστε με.
Υπάρχει και η άποψη ότι προέρχεται από «my day», αλλά μάλλον λέγεται για μνημονικούς λόγους.
-Μεντεσές.
Από το τουρκικό mentese.
-Mερεμέτι. Από το τουρκικό meremet. H
μικροεπισκευή.
-Μετρό.
Από το metropolitan, ο τοπικός σιδηρόδρομος μιάς μεγάλης πόλης (μητρόπολις)
μαζί με τα προάστειά της.
-Μίζα.
Ο εκκινητής του αυτοκινήτου, από το γαλλικό mise (βάζω). Οι Γάλλοι όμως χρησιμοποιούν τον όρο demarreur.
-Μίκα.
Ηλεκτομονωτικό και θερμομονωτικό υλικό, λαμπερού ασημί χρώματος. Από το ιταλικό
micare (λαμπυρίζω).
-Μίνιο.
Από το ιταλικό minio. Κοκκινωπή προστατευτική βαφή για την οξείδωση, από
οξείδια του μολύβδου.
-Μόνιτορ. Από το λατινικό monitor, παρατηρητής. Οι οθόνες απεικόνισης μετρήσεων, εικόνων κλπ.
-Μόρσα (η). Από το ιταλικό morso (δάγκωμα). Φορητή μέγκενη.
-Μόνιτορ. Από το λατινικό monitor, παρατηρητής. Οι οθόνες απεικόνισης μετρήσεων, εικόνων κλπ.
-Μόρσα (η). Από το ιταλικό morso (δάγκωμα). Φορητή μέγκενη.
-Μόρσα
(τα). Από το ιταλικό morso (δάγκωμα). «Δάκτυλα» θηλυκώματος στις άκρες ξύλινων τμημάτων, ώστε να
συναρμολογηθούν στερεά με κόλλα, χωρίς καρφιά ή βίδες.
-Μοτέρ.
Από το γαλλικό moteur. Ο κινητήρας, αλλά έχει επικρατήσει κυρίως για τον
ηλεκτρικό κινητήρα.
-Μούφα.
Από το γερμανικό muffe. Σύνδεσμος για
σωλήνες, με εσωτερικό σπείρωμα.
-Μπάρα. Από το γαλλικό barre (ράβδος).
-Μπάρα. Από το γαλλικό barre (ράβδος).
-Μπασδέκα.
Η ελεύθερη τροχαλία.
-Μπακίρι.
Χαλκός, από το τουρκικό bakir.
-Μπαλαντέζα.
Από το θηλυκό του γαλλικού baladeur, περιπλανώμενος.
Η φορητή προέκταση καλωδίου.
-Μπαντανόβουρτσα.
Από το τούρκικο badana (ασβεστόχρωμα) και το
ελληνικό (πλέον) βούρτσα.
-Mπεκ. Ακροφύσιο, ψεκαστήρας. Από το γαλλικό bec, ράμφος.
-Mπετόν αρμέ. Οπλισμένο σκυρόδεμα. Από το γαλλικό beton arme’.
-Μπετόνι.
Από το γαλλικό bidon.
-Μπετούγια.
Η λαβή της πόρτας. Μάλλον από το ισπανικό betija.
-Μπίγα.
Πλωτός γερανός. Προέρχεται από το βεντσιάνικο biga, αλλά ταιριάζει και με τα αρχικά Π/Γ, που χρησιμοποιεί το Πολεμικό Ναυτικό
για να προσδιορίσει τον Πλωτό Γερανό.
-Mπιέλα. Από το ιταλικό biella, διωστήρας.
-Mπιελά(ρ). Στην έκφραση «βγήκε μπιελά», σημαίνει κάτι που δεν
επισκευάζεται, και προέρχεται από τον αγγλικό στρατιωτικό όρο BLR (Beyond Local Repair), δηλαδή πέρα (από τη δυνατότητα) τοπικής επισκευής.
-Μπιζουτέ.
Σημαίνει το φάλτσο κόψιμο - λοξοτόμηση (συνήθως στους μαραγκούς και τζαμάδες),
από το γαλλικό biseaute’ με την ίδια σημασία.
-Μπίλια.
Από το γαλλικό bille. Το σφαιρικό.
-Μπλακάουτ.
Από το αγγλικό black out, διακοπή ηλεκτρικής τροφοδότησης εξαιτίας βλάβης.
-Μπογιά.
Από το τουρκικό boya. Η βαφή.
-Μπόιλερ.
Από το αγγλικό boiler, βραστήρας. Ο λέβητας.
-Μπομπίνα.
Από το γαλλικό bobine, καρούλι.
-Μπόσικος. Από το τουρκικό bos, χαλαρός.
-Μπόσικος. Από το τουρκικό bos, χαλαρός.
-Μπουζί.
Τα γνωστά μπουζί του αυτοκινήτου. Από το γαλλικό bougie (κερί).
-Μπουλόνι.
Από το γαλλικό boulon, η μηχανολογική βίδα.
-Μπουλντόζα.
Από το αγγλικό bulldozer, χωματουργικό μηχάνημα για μετακίνηση όγκων χώματος.
-Μπούμα.
Από το αγγλικό boom. Το «βελόνι», δηλαδή ο βραχίονας του γερανού.
-Μπουντέλι.
Δοκάρι υποστήριξης, αντιρρίδα. Σαν όρος συναντάται κυρίως στη ναυπηγική, για τις
αντιρρίδες υποστήριξης των σκαφών στην ξηρά ή στη δεξαμενή.
-Μπουρί.
Από το τουρκικό boru, σωλήνας.
-Μπουτόν.
Από το γαλλικό bouton. Πιεστικός διακόπτης.
-Μπρούντζος.
Ο ορείχαλκος. Από το Πρίντιζι (λατνικά Brundisium), απ’ όπου γίνονταν σημαντική εξαγωγή.
-Νέφτι. Από το τουρκικό neft (πετρέλαιο, νάφθα), παρότι πρόκειται για διαλυτικό που παράγεται από κωνοφόρα (τερεβίνθη), γι' αυτό και η ελληνική ονομασία είναι τερεβινθέλαιο.
-Ντακότα. Τα μικρά πυροσβεστικά οχήματα (pick up) 4X4, από το Dodge Dakota που χρησιμοποιούσε η Πυροσβεστική.
-Νταλίκα. Από το τουρκικό talika.
-Νέφτι. Από το τουρκικό neft (πετρέλαιο, νάφθα), παρότι πρόκειται για διαλυτικό που παράγεται από κωνοφόρα (τερεβίνθη), γι' αυτό και η ελληνική ονομασία είναι τερεβινθέλαιο.
-Ντακότα. Τα μικρά πυροσβεστικά οχήματα (pick up) 4X4, από το Dodge Dakota που χρησιμοποιούσε η Πυροσβεστική.
-Νταλίκα. Από το τουρκικό talika.
-Νταμάρι.
Το λατομείο. Από το τουρκικό damar.
-Νταμιτζάνα.
Από το βενετσιάνικο damegiana. Μεγάλο γυάλινο
δοχείο.
-Ντελαπάρω.
Αναγραμματισμός από το γαλλικό deraper, με την ίδια έννοια.
-(Ν)τενεκές. Από το τουρκικό teneke.
-Ντεπό,
Φούιτ. Αποθήκη και διαρροή αερίου. Από τα Γαλλικά depot και fuite, με την ίδια
αντίστοιχη σημασία. Χρησιμοποιούνται συνήθως στην περιοχή Θεσσαλονίκης, από την
εκεί διαμονή Γαλλικών στρατευμάτων κατά τον Α’ΠΠ.
-Ντίζα.
Από το γαλλικό tige. Μεταλλική ράβδος με σπείρωμα, επίσης λεπτό
συρματόσχοινο που κινείται μέσα σε εύκαμπτο σωλήνα για μετάδοση κίνησης.
-Ντουί.
Από το γαλλικό douille, η υποδοχή που βιδώνει η λάμπα.
-Ντούκο. Το Duco είναι εμπορικό όνομα χρωμάτων νιτροκυταρίνης, της εταιρείας Du Pont.
-Ντούκο. Το Duco είναι εμπορικό όνομα χρωμάτων νιτροκυταρίνης, της εταιρείας Du Pont.
-Ντρεζίνα.
Μικρή χειροκίνητη τετράτροχη πλατφόρμα ή μικρό αυτοκινούμενο σιδηροδρομικό
όχημα, για τον έλεγχο των σιδηροτροχιών. Από το ιταλικό dresina.
-Οντουλέ.
Από το γαλλικό ondule’, κυματιστό.
-Οτομοτρίς.
Από το γαλλικό automotrice, αυτοκινούμενο βαγόνι.
-Παλάγκο.
Από το ιταλικό palanco. Mηχανισμός με τροχαλίες για ανύψωση
φορτίου.
-Παλάντζα.
Από το βενετσιάνικο balanza, ζυγαριά με δύο
βραχίονες.
-Παλέτα.
Από το ιταλικό palette, μικρό φτυάρι (pala). Πλαίσιο για απόθεση φορτίου, επίσης βάση για τα χρώματα ζωγράφου.
-Πάνελ. Από το αγγλικό panel. Λεπτή επίπεδη επιφάνεια που χρησιμοποιείται σαν διαχωριστικό.
-Παντόφλα. Ενισχυτής σήματος ραδιοσυχνοτήτων, αλλά και μικρό οχηματαγωγό σκάφος.
-Παντζούρι. Από το τουρκικό pancur.
-Πάνελ. Από το αγγλικό panel. Λεπτή επίπεδη επιφάνεια που χρησιμοποιείται σαν διαχωριστικό.
-Παντόφλα. Ενισχυτής σήματος ραδιοσυχνοτήτων, αλλά και μικρό οχηματαγωγό σκάφος.
-Παντζούρι. Από το τουρκικό pancur.
-Παραμίνα.
Μεγάλος λοστός που χρησιμοποιούν οι λατόμοι.
Από το γαλλικό barre ‘a mine (λοστός ορυχείου).
-Παραπέντε. Το αλεξίπτωτο πλαγιάς. Από το γαλλικό parachute + pente (πλαγιά).
-Πασπαρτού. Από το γαλλικό "passe par tout", κλειδί που ανοίγει όλες τις κλειδαριές.
-Παραπέντε. Το αλεξίπτωτο πλαγιάς. Από το γαλλικό parachute + pente (πλαγιά).
-Πασπαρτού. Από το γαλλικό "passe par tout", κλειδί που ανοίγει όλες τις κλειδαριές.
-Πατίνα.
Από το βενετσιάνικο patina. Επικάλυψη για
προστασία από οξείδωση, ή φυσική αλλαγή της επιφάνειας.
-Πάφιλας.
Μάλλον από τουρκικό pafta, λεπτό εύπλαστο μεταλλικό
έλασμα.
-Πένσα.
Από το γαλλικό pince.
-Πεντάλ. Από το γαλλικό pedale.
-Πεντάλ. Από το γαλλικό pedale.
-Περβάζι.
Από το τούρκικο pervaz, το κάτω φαρδύ
μέρος του κασώματος παράθυρου.
-Πι-εσ-πί.
Από
το Perforated Steel Plate. Μεταλλικά φύλλα με τρύπες που στρώνονται στο σαθρό
έδαφος, για να δημιουργήσουν πρόχειρο διάδρομο για οχήματα και αεροσκάφη.
-Πιράκια.
Η έκφραση «χτυπάει πιράκια» αναφέρεται σε μηχανές αυτοκινήτου όταν κάνουν ένα
χαρακτηριστικό κροτάλισμα, συνήθως εξαιτίας κακής ποιότητας βενζίνης, με
επακόλουθο την «προανάφλεξη». Ο όρος προέκυψε από παρεξήγηση του φαινομένου σαν
χαλαρός πίρος (από το ιταλικό piro) εμβόλου, που
κάνει παρόμοιο θόρυβο.
-Πιρτσίνι
ή Πριτσίνι. Από το τουρκικό percin, καρφί.
-Πιτσικάρω.
Από το ιταλικό pizzicare, τσιμπάω. Στρέβλωση επίπεδης επιφάνειας.
-Πλάνη.
Από το λατνικό plana. Το ροκάνι, για κατεργασία επίπεδων ξύλινων επιφανειών.
-Πλαφονιέρα.
Φωτιστικό που στερεώνεται στην οροφή, χωρίς να κρεμιέται. Από το γαλλικό plafon (ταβάνι).
-Πλέξιγκλας. Από το εμπορικό όνομα plexiglass, ακρυλικό υποκατάστατο γυαλιού.
-Πομόνα. Αντλία πηγαδιών (συνήθως βυθιζόμενη), από το όνομα της αυστραλιανής εταιρείας που την πρωτοκατασκεύσε, και χρησιμοποίησε το όνομα ρωμαϊκής θεότητας για τα φρούτα.
-Πλέξιγκλας. Από το εμπορικό όνομα plexiglass, ακρυλικό υποκατάστατο γυαλιού.
-Πομόνα. Αντλία πηγαδιών (συνήθως βυθιζόμενη), από το όνομα της αυστραλιανής εταιρείας που την πρωτοκατασκεύσε, και χρησιμοποίησε το όνομα ρωμαϊκής θεότητας για τα φρούτα.
-Πόμολο. Από το ιταλικό pomo (μήλο), λαβή με σφαιρικό σχήμα.
-Πόμπα.
Αντλία. Από το ιταλικό pompa.
-Πομπέ.
Από το γαλλικό bombe’. Σφαιρική απόληξη.
-Πόντα.
Από το point. Κυλινδρικό εργαλείο με σκληρή και αιχμηρή άκρη για
σημάδεμα, ή για τα ορίσει κέντρο για την έναρξη τρυπανίσματος.
-Πορτμπαγκάζ,
Σαζμάν, και με την ευκαιρία και ο καφές
Φραπέ.
Γαλλικές λέξεις που προφέρονται σωστά,
αλλά που δεν χρησιμοποιούνται από τους Γάλλους για τον ίδιο σκοπό! (Οι αντίστοιχες
λέξεις που χρησιμοπούνται στα γαλλικά είναι: Coffre, Boite de vitesse, Glace’).
-Ποτενσιόμετρο. Από το λατινικό potentia (δύναμη) και το ελληνικό μέτρο. Συσκευή που ρυθμίζει την τάση (και κατά συνέπεια την ισχύ) ενός ηλεκτρικού κυκλώματος.
-Ποτενσιόμετρο. Από το λατινικό potentia (δύναμη) και το ελληνικό μέτρο. Συσκευή που ρυθμίζει την τάση (και κατά συνέπεια την ισχύ) ενός ηλεκτρικού κυκλώματος.
-Πρέκι.
Μάλλον από το βενετικό brechia. Δοκός, συνήθως
από μπετόν, για την ενίσχυση του επάνω ανοίγματος πόρτας, παράθυρου κλπ.
-Πρέσα.
Από το γαλλικό presser, πιέζω. Συσκευή συμπίεσης.
-Πρίζα.
Από το γαλλικό prise, λήψη. Η γνωστή (μ)πρίζα.
-Πριζντιρέκτ.
Ο πρωτεύων άξονας του κιβωτίου ταχυτήτων. Από το γαλλικό prise direct.
-Πρόκα.
Από το βενετσιάνικο broca. Καρφί.
-Ράγα. Από το γαλλικό rail, σιδηροτροχιά.
-Ρακόρ. Σύνδεσμος προσαρμογής σωληνώσεων. Από το γαλλικό raccorder (συνδέω).
-Ράγα. Από το γαλλικό rail, σιδηροτροχιά.
-Ρακόρ. Σύνδεσμος προσαρμογής σωληνώσεων. Από το γαλλικό raccorder (συνδέω).
-Ραμποτέ.
Από το γαλλικό rabote’. Διαμορφωμένο τεμάχιο ξύλου, ώστε να "κουμπώνει" κατά μήκος στο διπλανό του.
-Ράουλο.
Από το γαλλικό rouleau, κυλινδρικός τροχίσκος.
-Ράσπα.
Από το ιταλικό raspa. Χοντρή λίμα για ξύλο.
-Ρεγουλάρω.
Από το ιταλικό regolare. Ρυθμίζω.
-Ρεζέρβα, ρεζερβουάρ. Από το γαλλικό reserve, απόθεμα.
-Ρεζέρβα, ρεζερβουάρ. Από το γαλλικό reserve, απόθεμα.
-Ρεκτιφιέ.
Από το γαλλικό rectifier. Διορθώνω.
-Ρελαντί.
Από το γαλλικό ralentir. Μειώνω ταχύτητα.
-Ρελέ.
Από το γαλλικό relais (εναλλάσσω). Hλεκτρολογική
συσκευή για έλεγχο του ρεύματος από απόσταση.
-Ρεζές.
Από το τουρκικό reze. Μεντεσές.
-Ρεπρίζ.
Από το γαλλικό reprise. Ανάκτηση (ταχύτητας).
-Ρετάρω.
Από το γαλλικό retarder, βραδυπορώ. Ανώμαλη λειτουργία κινητήρα, που προκαλεί
μείωση των στροφών του.
-Ριπο(υ)λίνη. Χρώμα για ξύλο (λαδομπογιά), από τον Ολλανδό εφευρέτη της, Riep.
-Ριπο(υ)λίνη. Χρώμα για ξύλο (λαδομπογιά), από τον Ολλανδό εφευρέτη της, Riep.
-Ρόδα,
ροδέλα. Από τα βενετσιάνικα roda, rodela.
-Ρομπότ.
Από το τσέχικο robota, καταναγκαστική
εργασία.
-Ρουλεμάν.
Από το γαλλικό roulement (κύλιση). Ο ένσφαιρος τριβέας.
-Ρουμπινέτο.
Από το γαλλικό robinet, κάνουλα.
-Σαγρέ.
Από το τουρκικό sahre (βράχος), ή sagri (δέρμα ζώου). Η «άγρια» επιφάνεια.
-Σαμπρέλα.
Από το γαλλικό chambre d’ air.
-Σαλαμάστρα.
Από το ιταλικό salamastra, πλεκτό σχοινί. To παρέμβυσμα στεγανοποίησης.
-Σασί.
Από το γαλλικό chassis.
-Σατινέ. Από το γαλλικό satine'. Αναφέρεται σε ημιγυαλιστερό χρώμα, ενώ λιγότερο γυαλιστερό είναι το "βελουτέ".
-Σατινέ. Από το γαλλικό satine'. Αναφέρεται σε ημιγυαλιστερό χρώμα, ενώ λιγότερο γυαλιστερό είναι το "βελουτέ".
-Σέγα.
Από το ιταλικό sega (πριόνι). To πριόνι
ξυλοκοπτικής, αλλά και το ηλεκτρικό πριόνι.
-Σενάζι.
Από το γαλλικό chainage. Δοκός από μπετόν για ενίσχυση τοιχοποιίας.
-Σερπαντίνα.
Από το γαλλικό serpantin (φιδίσιο). Σωλήνας με πολλές καμπές που χρησιμοποιείται
σε εναλλάκτες θερμότητας.
-Σέσουλα.
Από το ιταλικό sessola, μικρό φτυάρι.
-Σιλό.
Από το γαλλικό silo. Αποθήκη χύδην προϊόντων.
-Σινεμπλόκ.
Από το silent block, ελαστική βάση κινητήρα ή ανάρτησης.
-Σιρκουί.
Από το γαλλικό circuit, κύκλωμα. Είδος αγώνα αυτοκινήτου σε κλειστή διαδρομή.
-Σκαρπέλο.
Από το ιταλικό scarpello. Εργαλείο μαραγκού που συνδυάζει σφυρί και κοπίδι.
-Σκιτζής. Ο αδέξιος τεχνίτης. Από το τουρκικό eskici, παλιατζής.
-Σκιτζής. Ο αδέξιος τεχνίτης. Από το τουρκικό eskici, παλιατζής.
-Σκορτσάρισμα.
Η απότομη κίνηση (συνήθως μετά από μάγκωμα). Πιθανά ιταλικής προέλευσης από το scorrazzare (κινούμαι ακανόνιστα).
-Σόκορο.
Ιταλικής προέλευσης. Η λεπτή πλευρά σανίδας.
-Σούστα.
Από το ιταλικό susta. Επίσης οι ιππήλατες άμαξες που είχαν σούστες.
-Σοφέρ.
Από το γαλλικό chauffeur, θερμαστής. Προέρχεται από την ορολογία του τρένου.
-Σπάτουλα. Εργαλείο με φαρδιά μεταλλική λάμα, για στρώσιμο επιφανειών.
-Σπάτουλα. Εργαλείο με φαρδιά μεταλλική λάμα, για στρώσιμο επιφανειών.
-Σπινάρισμα.
Από το αγγλικό spin. Απότομη εκκίνηση αυτοκινήτου που προκαλεί ολίσθηση των
τροχών.
-Στολάρισμα.
Από το αγγλικό stall, σταμάτημα, αποτυχία. Χρησιμοποιείται συνήθως στην
αεροδυναμική, για τη διαταραχή της ομαλής ροής του αέρα.
-Στουπέτσι.
Τουρκική λέξη. Λευκή βαφή για μέταλλο ή παπούτσια.
-Στόφα.
Από το ιταλικό stoffa. Συνδυασμός ξυλόσομπας και κουζίνας.
-Στραβοκατσάβιδο
και σεβρόφρενο. Αντί του σωστού «σταυροκατσάβιδο» και «σερβόφρενο». Αν και όχι συχνό λάθος, γίνεται εξαιτίας της
πιο εύκολης προφοράς των αναγραμματισμένων λέξεων.
-Στρατσώνα.
Από το ιταλικό straccione (τραχύς). Το άδειασμα νερών από το κάτω μέρος του
λέβητα, για να απομακρυνθούν ακαθαρσίες και άλατα.
-SOS. Η παλαιότερη κλήση κινδύνου, που θεωρείται ότι
προέρχεται από το Save Our Souls, αλλά και αυτό μάλλον λέγεται για μνημονικούς λόγους.
Δεν πρέπει όμως να είναι σύμπτωση το γεγονός, ότι στο μορσικό αλφάβητο έχει πολύ
σύντομη και εύκολη σύνταξη: . . . - - - .
. .
-Τάβλα.
Από το λατινικό tabula.
-Τάνκ.
Το άρμα μάχης. Η λέξη προέρχεται από το tank (δεξαμενή στα αγγλικά), επειδή τα πρώτα άρματα που κατασκευάστηκαν στην
Αγγλία είχαν χαρακτηριστεί σαν «δεξαμενές», για να αποκρυβεί ο πραγματικός τους
ρόλος.
-Τάμπερ
ή ντάμπερ. Από το αγγλικό damper, περιοριστής της
ροής αέρα.
-Ταμπλό.
Από το γαλλικό tableau. Πινακίδα, πίνακας.
-Τανάλια.
Από το ιταλικό tanaglia.
-Τεμπεσίρι.
Από το τουρκικό tebesir, κιμωλία.
-Ταμπούρο.
Από το γαλλικό tambour, τύμπανο.
-Τάπα. Από το τουρκικό tapa.
-Τάπα. Από το τουρκικό tapa.
-Τετακέ.
Γλύστρημα και περιστροφή του αυτοκινήτου, ώστε το εμπρός μέρος να φτάσει να
κοιτάζει πίσω. Από το γαλλικό tete a’ queue (κεφάλι στην ουρά).
-Τζιπ.
Το όχημα παντός εδάφους, από τα αρχικά GP (General Purpose) την αρχική στρατιωτική ονομασία για το γνωστό τζιπ του
στρατού. Αργότερα η ονομασία JEEP κατοχυρώθηκε για τον
ομώνυμο τύπο επιβατικού αυτοκινήτου.
-Τζιφάρι.
Αντλία που δουλεύει με την υποπίεση ροής αέρα. Μάλλον αραβική λέξη πιθανόν ηχομιμητική,
από το σφύριγμα του αέρα εκτόνωσης.
-Τζόγος. Το διάκενο (παίξιμο). Από την βενετσιάνικη λέξη zogo (παιχνίδι).
-Τιρμπουσόν. Από το γαλλικό tire bouchon, συσκευή αφαίρεσης πωμάτων από φελλό.
-Τζόγος. Το διάκενο (παίξιμο). Από την βενετσιάνικη λέξη zogo (παιχνίδι).
-Τιρμπουσόν. Από το γαλλικό tire bouchon, συσκευή αφαίρεσης πωμάτων από φελλό.
-Τολ.
Από το γαλλικό tole, λαμαρίνα. Υπόστεγο κατασκευασμένο από κυρτή λαμαρίνα.
-Τόρνος.
Λέξη αρχαϊκής προέλευσης. Εργαλειομηχανή κατεργασίας κυλινδρικών επιφανειών.
-Τούρμπο
και Τουρμπίνα. Αντιδάνειο από το
ελληνικό τύρβη (δίνη, ανακατωσούρα).
-Tουρνικέ. Από το γαλλικό tourniquet. Περιστρεφόμενος μηχανισμός με κατακόρυφο άξονα, για να διέρχεται μόνο ένα
άτομο κάθε φορά.
-Τραβέρσα.
Από το ιταλικό traverse. Δοκός τοποθετημένη εγκάρσια.
-Τραβερτίνης. Υλικό σαν μάρμαρο, από ανακρυσταλλωμένο ανθρακικό ασβέστιο.
-Τραβερτίνης. Υλικό σαν μάρμαρο, από ανακρυσταλλωμένο ανθρακικό ασβέστιο.
-Τρακτέρ
και τράκτορας. Από το γαλλικό tracteur, ελκυστήρας.
-Τραμ.
Από το αγγλικό tramway.
-Τρέιλερ.
Από το αγγλικό trailer.
-Tρέσα. Εύκαμπτη «πλεξούδα», συνήθως μεταλλική. Από το γαλλικό tresse.
-Τρόλεϋ.
Από το αγγλικό trolley. Ο τροχός που κινείται σε οδηγό, και κατ’ επέκταση το
σύστημα που χρησιμοποιείται για την εναέρια τροφοδότηση των ομώνυμων
λεωφορείων.
-Τρόμπα.
Από το ιταλικό tromba. Η αντλία.
-Τροπέτο. Μισό κομμένο αυτοκίνητο. Ίσως έχει σχέση με το ιταλικό troncare, κουτσουρεύω.
-Tσακμάκι. Από το τουρκικό cakmak. Αναπτήρας με πυριτόλιθο.
-Τσέρκι. Από το ιταλικό cerchio, κύκλος. Το μεταλλικό στεφάνι, που χρησιμοποιείται συνήθως στα βαρέλια.
-Τροπέτο. Μισό κομμένο αυτοκίνητο. Ίσως έχει σχέση με το ιταλικό troncare, κουτσουρεύω.
-Tσακμάκι. Από το τουρκικό cakmak. Αναπτήρας με πυριτόλιθο.
-Τσέρκι. Από το ιταλικό cerchio, κύκλος. Το μεταλλικό στεφάνι, που χρησιμοποιείται συνήθως στα βαρέλια.
-Τσιγκέλι.
Από το τούρκικο cengel.
-Tσίγκος. Από το ιταλικό zinco. Ο ψευδάργυρος. Επίσης, η γαλβανισμένη λαμαρίνα.
-Τσιμέντο.
Από το ιταλικό cimento.
-Τσιμινιέρα.
Από το ιταλικό ciminiera, αντιδάνειο από το «κάμινος».
-Τσιμούχα.
Είτε από το ιταλικό cimossa (ούγια), είτε από
το τουρκικό camuha (σφουγγάρι). Το λαστιχένιο στεγανοποιητικό παρέμβυσμα.
-Τσόντα.
Από το βενετσιάνικο zonta, προσθήκη, και
επίσης η φλάντζα.
-Τύρφη.
Από το αγγλικό turf (χλόη). Το σταχτόχωμα.
-Φάιμπερκγλας. Από το αγγλικό fiberglass, ρητινούχο πλαστικό ενισχυμένο με ίνες γυαλιού.
-Φάιμπερκγλας. Από το αγγλικό fiberglass, ρητινούχο πλαστικό ενισχυμένο με ίνες γυαλιού.
-Φάλτσο.
Από το ιταλικό falso. Το λάθος, και κατ’ επέκταση το λοξό.
-Φαλτσέτα.
Από το ιταλικό falcetto (μαχαίρι παπουτσή, πολύ κοφτερό).
-Φερφορζέ.
Από το γαλλικό fer forge’ (σφηρήλατος σίδηρος).
-Φίμπερ, φιμπερένιος. Αναφέρεται συνήθως σε ροδέλες, από συνθετικά (ινώδη) υλικά.
-Φίμπερ, φιμπερένιος. Αναφέρεται συνήθως σε ροδέλες, από συνθετικά (ινώδη) υλικά.
-Φις.
Από το γαλλικό fiche. Το εξάρτημα με τους ακροδέκτες στην άκρη του καλωδίου,
που μπαίνει στην πρίζα.
-Φλάντζα.
Από το αγγλικό flange. Λεπτό και σχετικά μαλακό υλικό, που χρησιμοποιείται για
τη στεγανοποίηση μεταξύ επίπεδων μεταλλικών επιφανειών.
Επίσης η «στεφάνη» που έχουν σωλήνες
στην άκρη τους, ώστε να συνδεθούν με βίδες.
-Φλοτέρ.
Από το γαλλικό flotteur, πλωτήρας.
-Φορμάικα.
Από το εμπορικό όνομα formica. Από το «for mica», καθώς προορίζονταν αρχικά σαν ηλεκτρικό μονωτικό.
-Φουγάρο.
Μάλλον από το ιταλικό fuga (φυγή).
Καπνοδόχος.
-Φουρνέλο.
Από το ιταλικό fornello (μικρός φούνος). Η τρύπα στο βράχο για την τοποθέτηση
εκρηκτικών.
-Φουφού.
Από το τουρκικό fufu, μαγκάλι.
-Φρέζα.
Από το ιταλικό fresa ή το γαλλικό fraise. Εργαλειομηχανή δημιουργίας επίπεδων επιφανειών ή κοψιμάτων.
-Χαρμάνι.
Από το τουρκικό harman, μείγμα.
-Ψήκτρα.
Λέξη αρχαϊκής προέλευσης. Η ξύστρα, η βούρτσα. Πρόκειται για εξαρτήματα σε
ορισμένου τύπου ηλεκτρικούς κινητήρες ή γεννήτριες. Οι παλαιότερες ψήκτρες
έμοιαζαν πράγματι με μεταλλικές βούρτσες, ενώ σήμερα κατασκευάζονται από
άνθρακα.