Αν και σήμερα θεωρείται αυτονόητο ότι
είμαστε εξοικιωμένοι με τους αυτόματους μηχανισμούς και τα ρομπότ, είναι
ενδιαφέρον να θυμόμαστε ότι η προσπάθεια για αυτόματους μηχανισμούς και μάλιστα
ανθρωπόμορφους είναι πολύ παλιά.
Μάλιστα, την περίοδο μεταξύ του 18ο
και 19ο αιώνα κατασκευάστηκαν πολύ αξιόλογοι αυτόματοι μηχανισμοί, προφανώς καθαρά μηχανικοί, που ακόμα και σήμερα προκαλούν τον θαυμασμό.
Φυσικά η λέξη «ρομπότ» δεν είχε
επινοηθεί ακόμα, καθώς πρώτος τη χρησιμοποίησε ο Τσέχος θεατρικός συγγραφέας Κάρελ
Τσάπεκ το 1920, με την έννοια του «χαμάλη».
Πριν από τον Τσάπεκ, η λέξη που
εξέφραζε τους μηχανισμούς που μιμούνταν την μορφή και την κίνηση ανθρώπων αλλά
και ζώων, ήταν η ελληνική «αυτόματο» και σαν ένας από τους πρώτους τέτοιους
(φανταστικούς ακόμα) μηχανισμούς από την εποχή της ελληνικής μυθολογίας αναφέρεται
ο Τάλως, ο χάλκινος γίγαντας που περιπολούσε και προστάτευε την Κρήτη.
Αρχαίο κρητικό νόμισμα που βρέθηκε στη Φαιστό, με
την παράσταση του Τάλω.
Πραγματικά αυτόματα όμως, με την έννοια
της λειτουργικής μηχανικής κατασκευής δημιουργήθηκαν κατά τους Ελληνιστικούς
χρόνους, και μάλιστα η ανακάλυψη του Μηχανισμού των Αντικυθήρων έχει αποδείξει
ότι λεπτοί και πολύπλοκοι μηχανισμοί με γρανάζια και άξονες ήταν απολύτως μέσα
στις δυνατότητες των τεχνιτών της εποχής εκείνης.
Από τους γνωστότερους κατασκευαστές
αυτομάτων εκείνης της περιόδου ήταν οι Κτησίβιος και Ήρων από την Αλεξάνδρεια,
που πρόσφεραν συχνά τις υπηρεσίες τους (κυρίως ο δεύτερος) προς τους ιερείς για
τη δημιουργία υποβλητικής ατμόσφαιρας για την ενίσχυση του θρησκευτικού
αισθήματος του κοινού (και των εσόδων των ιερέων).
Αντίθετα, οι Ρωμαίοι δεν εκτιμούσαν
ιδιαίτερα τους λεπτούς μηχανισμούς και τις εξεζητημένες κατασκευές, προτιμώντας
το πολύ πιο πρακτικό δομικό πεδίο για να δείξουν το ταλέντο τους και τις αρένες
για να ικανοποιήσουν τα γούστα τους.
Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι η κατασκευή
αυτόματων γνώρισε σημαντική ανάπτυξη από τους Άραβες και Κινέζους (και κάποιους
Ιταλούς) κατά τον Μεσαίωνα, για να επιστρέψει δυναμικά στην Ευρώπη με την
Αναγέννηση.
Ο Φρειδερίκος ο Μέγας μάλιστα (μέσα του
18ου αιώνα) ήταν φανατικός οπαδός τους, ενώ η περίοδος 1860 – 1910
θεωρείται η «χρυσή εποχή των αυτόματων» με τους περισσότερους κατασκευαστές να
συγκεντρώνονται στο Παρίσι, ενώ όσα έργα τους έχουν επιζήσει μέχρι σήμερα είναι
περιζήτητα από τους συλλέκτες.
Γύρω στο 1200 μάλιστα ένας Άραβας
κατασκεύασε έναν μηχανικό τυμπανιστή, με τον ήχο να παράγεται με την ίδια αρχή
σύμφωνα με την οποία παίζουν τα μηχανικά πιάνα μέχρι και σήμερα.
Πάντως, στο πρακτικό πεδίο τα αυτόματα
θεωρείται ότι συνεισέφεραν στην ανάπτυξη μηχανισμών και δεξιοτήτων, που
αξιοποιήθηκαν στην κατασκευή των πρώτων μηχανικών αργαλειών κατά τη Βιομηχανική
Επανάσταση τον 19ο αιώνα.
Ο Κάρελ Τσάπεκ (1890 – 1938) επάνω, και ο Wolfgang von Kempelen (1734 – 1804) κάτω.
Ένα αυτόματο που έκανε μεγάλη εντύπωση
και καριέρα στην Ευρώπη για να συνεχίσει και στις ΗΠΑ, ήταν ο «Τούρκος που παίζει
σκάκι», που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1770 από τον Ουγγρικής καταγωγής Wolfgang von Kempelen στην αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, στο γνωστό ανάκτορο Schönbrunn κοντά στη Βιέννη.
Σύγχρονη
αναπαράσταση το 1989 του «Τούρκου που παίζει σκάκι» από τον John Gaughan, που ξόδεψε 120.000$ και 5 χρόνια εργασίας για
την ανακατασκευή του αυτόματου. Το σκάκι είναι το αυθεντικό, το μόνο που
διασώθηκε από το πρωτότυπο.
Η κατασκευή
παρουσίαζε ένα ανθρώπινο ομοίωμα σε φυσικό μέγεθος με χαρακτηριστικά και ρούχα
που παρέπεμπαν σε Τούρκο.
Ήταν
καθισμένος εμπρός από ένα σχετικά μεγάλο έπιπλο του οποίου όλοι οι χώροι είχαν
πόρτες ή συρτάρια που άνοιγαν για να αποκαλύψουν τους πολύπλοκους μηχανισμούς
που έκρυβαν, ενώ εμπρός του είχε μία σκακιέρα στην οποία αντιμετώπιζε με
επιτυχία ακόμα και αρκετά καλούς αντίπαλους.
Φυσικά
σήμερα μια «σκεπτόμενη μηχανή» εκείνης της εποχής μοιάζει αδιανόητη, αλλά η
ανθρωπότητα ζούσε τότε σε μια περίοδο που η επιστήμη έκανε σημαντικές προόδους
και τίποτα δεν θεωρείτο απίθανο.
Αφού ο Kempelan εντυπωσίασε την Μαρία Θηρεσία, ξεκίνησε περιοδεία στην Ευρώπη με πρώτο
σταθμό το Παρίσι, όπου μάλιστα ο τελευταίος αντίπαλος του «Τούρκου» πριν μεταφερθεί
στο Λονδίνο ήταν ο Β. Φρανκλίνος, πρέσβης τότε στη Γαλλία των νεοσύστατων ΗΠΑ.
Μετά το
Λονδίνο η περιοδεία συνεχίστηκε σε πόλεις της Γερμανίας και της Ολλανδίας, ενώ
το 1804 ο γιός του Kempelan πούλησε το μηχάνημα στον J. N. Mälzel, έναν Βαυαρό μουσικό.
Το 1809, ο
Ναπολέων Βοναπάρτης έπαιξε στο Schönbrunn σκάκι με
τον Τούρκο, αλλά ο φιλύποπτος Κορσικανός κάτι υποψιάστηκε και προσπάθησε με
«ζαβολιές» να αποκαλύψει το μυστικό της σκακιστικής δεινότητας του αυτόματου,
χωρίς όμως τελικά να τα καταφέρει.
Το 1811 ο Mälzel περιόδευσε με τον Τούρκο στο Μιλάνο όπου αρχικά τον πούλησε αλλά λίγο
αργότερα μετάνιωσε και τον ξαναγόρασε, για να συνεχίσει τις περιοδείες στο
Παρίσι και το Λονδίνο.
Το 1826
μετέφερε τη συσκευή στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στη Ν. Υόρη, όπου δημιούργησε μία
έκθεση στην οποία παρουσίαζε τον Τούρκο και άλλα αυτόματα.
Ενδιάμεσα
όμως έκανε και περιοδείες, και σε μία απ’ αυτές και ενώ βρίσκονταν στο Richmond της Βιρτζίνια είχε την ευκαιρία να περιεργαστεί τον Τούρκο ο Edgar Allan Poe, ο οποίος
βάσιμα υπέθεσε ότι υπήρχε κρυμμένος άνθρωπος στο εσωτερικό του, χωρίς όμως να
μπορέσει να εξηγήσει τον τρόπο λειτουργίας της συσκευής.
Αν ο Πόε μπορούσε να δεί το εσωτερικό του Τούρκου
θα έβλεπε αυτή την εικόνα. Μάλιστα, ο εκάστοτε παρουσιαστής της συσκευής άνοιγε
διαδοχικά όλα τα ανοίγματα της συσκευής για να δείξει ότι στο εσωτερικό της δεν
βρίσκονταν παρά πολύπλοκοι μηχανισμοί, αλλά δεν τα άνοιγε όλα μαζί, οπότε ο
κρυμμένος σκακιστής (συνήθως ένα μαίτρ του είδους) καθισμένος επάνω σε μία
σανίδα που ολίσθαινε, μετακινούνταν ώστε να παραμένει κάθε φορά αθέατος.
Οι πολύπλοκοι μηχανισμοί, συνήθως ωρολογιακοί, δεν
είχαν ουσιαστική λειτουργία παρά μόνο τη δημιουργία εντυπώσεων στο κοινό.
Τα πιόνια του σκακιού είχαν μαγνήτη στο κάτω μέρος
τους, ενώ στο κάτω μέρος της σκακιέρας που ήταν ενσωματωμένη στο έπιπλο υπήρχαν
χαραγμένα αντίστοιχα τετράγωνα, έτσι ώστε ο κρυμμένος σκακιστής να ανιχνεύει
την κάθε κίνηση.
Το 1838 ο Mälzel πέθανε ξαφνικά
και ο Τούρκος πέρασε στα χέρια του φίλου του John Ohl και στη συνέχεια του γιατρού J. K. Mitchell από τη Φιλαδέλφεια, ο οποίος
δώρησε τελικά τη συσκευή στο Κινέζικο Μουσείο της πόλης του.
Όμως, το 1854 μία πυρκαϊά που ξεκίνησε
από το διπλανό Εθνικό Θέατρο της Φιλαδέλφεια επεκτάθηκε και στο Κινέζικο
Μουσείο, με αποτέλεσμα η συσκευή να καταστραφεί, εκτός από το σκάκι που ήταν
αποθηκευμένο αλλού.
Το μυστικό του Τούρκου τελικά
αποκαλύφθηκε δημόσια από τον γιό του J. K. Mitchell, Dr S. Mitchell, με μία σειρά
άρθρων σ’ ένα περιοδικό για το σκάκι.
Μία άλλη συσκευή που όμως ήταν
πραγματικό αυτόματο και μάλιστα ένα από τα πιο εντυπωσιακά δείγματα, βρίσκεται
σήμερα στο Franklin Institute της Φιλαδέλφεια, και θεωρείται κατασκευή περίπου του 1800
από τον Ελβετό Henri Maillardet, που εργάζονταν στο Λονδίνο.
Η συσκευή έφθασε στο Ινστιτούτο το 1928
μισοκατεστραμένη από πυρκαϊά, και παρέμεινε αποθηκευμένη μέχρι το 2007 που ο
μηχανικός Andrew Baron την ανακατασκεύασε, οπότε έκπληκτος διαπίστωσε ότι εφόσον
στερέωνε στο κινούμενο χέρι ένα στυλό, το αυτόματο μπορούσε όχι μόνο να
σχεδιάσει τέσσερα σκίτσα και να γράψει τρία ποιήματα με καλλιγραφικά γράμματα,
αλλά και να δηλώσει εγγράφως το όνομα του κατασκευαστή του (κάτω).
Ένα άλλο (κινηματογραφικό αυτή τη φορά) αυτόματο
που μοιάζει λειτουργικά με αυτό του Maillardet, «συμπρωταγωνιστεί» στην
κινηματογραφική ταινία του 2011 “Hugo” του σκηνοθέτη M.
Scorsese.
Μπορεί ο υπολογιστής Deep Blue
της IBM να μην ήταν ανθρωπόμορφος, είχε όμως τη
δυνατότητα (χωρίς τρυκ φυσικά) να νικήσει τον παγκόσμιο πρωταθλητή του σκακιού Garry Kasparov σε επαναληπτικό διεθνή αγώνα το 1997 (τον πρώτο αγώνα έναν χρόνο
νωρίτερα, τον είχε κερδίσει ο Kasparov).
Τελικά, μπορεί ο «Τούρκος που παίζει
σκάκι» να μην ήταν πραγματικό αυτόματο, δεν ήταν όμως ως προς την πρωτοτυπία
και την υλοποίηση της όλης ιδέας καθόλου κατώτερος από τις άλλες κατασκευές του
είδους, ενώ αναμφισβήτητα απέκτησε τη μεγαλύτερη φήμη απ’ όλες.
Γ. Μεταξάς